Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Περί των σήμερον Ελλήνων

Οι ομιλούντες περί της ωραιότητος, του τύπου και της υπεροχής του πνεύματος φυλής τινος, της ελληνικής λ.χ., δεν έχουσι βεβαίως υπ' όψιν τούς πολλούς, αλλά μόνον τας ευαρίθμους εξαιρέσεις από της διακρινούσης απανταχού του κόσμου την αθρωπίνην πλειονοψηφίαν ηλιθιότητος και δυσμορφίας.
Πληθύς μικορσκοπικών φωσφορούχων εντόμων, ων έκαστον είναι καθ' εαυτό αλαμπές και αόρατον, καθιστά την θάλλασαν φαεινήν. Κατά τον αυτόν περίπου τρόπον αι εκατοντάδες των ημετέρων συλλόγων, και οι χιλιάδες των ημετέρων ποιητών, συγγραφέων, ρητόρων, καθηγητών και δημοσιογράφων χρησιμεύουσιν ίσως προς φωτισμόν του Ελληνισμού, λέγομεν δε ίσως, διότι είναι ζήτημα αν έκαστος τούτων παρέχη φως, έστω και όσο το του μικροσκοπικού εντόμου.
Η διάνοια του Έλληνος είναι αγρός, τον οποίον ούτoς αφήνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι γνωρίζει ότι η δαπάνη της καλλιέργειας δεν ήθελε καλυφθεί υπό του προϊόντος συγκομιδής. Προς τι λ.χ. να κοπιάσει τις όπως γείνη ελληνιστής, κινδυνεύων ν' αποθάνη της πείνης, ενώ γινόμενος κομουνδουριστής δύναται ν' απολαύση τον επιούσιον άρτον του και έδραν εν τω Πανεπιστημίω ;
Η προς την εκπαίδευσιν και τα ελευθέρια επαγγέλματα κλίσις των σήμερον Ελλήνων πλησιάζει να καταντήση παροιμιώδης. Ο ακριβώς όμως εξετάζων το πράγμα πείθεται ότι η φιλομάθεια αύτη του Έλληνος πολύ ομοιάζει την ευσέβειαν του εν Ιταλία χωρικού, όστις γίνεται καπουκίνος, ουχί όπως κατακτήση τον παράδεισον, αλλά μόνον και μόνον όπως τρώγη χωρίς να σκάπτη.
Εκ πάντων των ανθρώπων ο Έλλην είναι ο μείζων έχων κλίσιν εις το να νομίζη εαυτόν μόνην αιτίαν παντός κύκλω του γινομένου θορύβου, ως ο μέθυσος εκείνος, όστις ουρών πλησίον βρύσεως έμεινεν εκεί όλην την νύκτα,νομίζων ότι εξ αυτού εκπορεύεται όλον το ύδωρ το οποίον ήκουε να τρέχη.
Από τινος χρόνου πολλοί παρ' ημίν λόγιοι, μη αρκούμενοι να φωτίζουσι και να τέρπωσι τους συμπολίτας αυτών, ήρξαντο πέμποντες τα έργα των εν πρωτοτύπω ή μεταφράσει και εις τους Ευρωπαίους. Τούτου είναι περίπου το αυτό ως ει εστέλλοντο κέδροι εις τον Λίβανον, πάγος εις την Σιβηρίαν ή γυναίκες εις την Κιρκασίαν.
Ουδόλως ήθελέ τις παραδοξολογήσει ισχυριζόμενος, ότι ο Βόλφιος, ο Έγελ, ο Χάρτμαν, ο Σπένσερ και ο Καρό ηδύναντο να ζήσωσι και ν' αποθάνωσι εν Ελλάδι απαρατήρητοι, ίσως δε και της πείνης, αν εστερούντο αρκούσης πολιτικής επιρροής...
Πολλοί αποδίδουσι την παρ' ημίν επικρατούσαν θεσιθηρίαν εις την πενίαν των σήμερον Ελλήνων· αλλά το κακόν προέρχεται μάλλον εκ του ότι και ο πτωχότερος των Ελλήνων κέκτηται στρέμμα τι αμπέλου, καλύβην, μικράν σύνταξην, γωνίαν οικοπέδου ή άλλην οιανδήποτε κτίσιν, επιτρέπουσαν αυτώ να τρώγη ξηρόν άρτον και να θεσιθηρή εφ΄όλον το διάστημα του βίου του, όπως προμηθευθή εν οιονδήποτε προσφάγιον.
Ο μακαρίτης ο Δεληγιώργης μου εξέθεσε πολλάκις την γνώμην του περί της Μεγάλης Ιδέας ως εξής : ότι πριν σκεφθώμεν περί κατακτήσεως των επαρχιών της δούλης Ελλάδος, πρέπει να κατακτήσωμεν τα της ελευθέρας, απαλλάσσοντες αυτάς του ζυγού των επαρχιακών τυραννίσκων και φυγοδίκων.
Αν στενή είναι η οδός του Παραδείσου, δεν είναι αφ' ετέρου όσον λέγεται πλατεία, εν Ελλάδι τουλάχιστον, η λεωφόρος της απώλειας. Πλείστους τω όντι απαντά τις παρ' ημίν καλούς ανθρώπους, έχοντας πάσαν προθυμίαν να γίνωσι ραδιούργοι, κόλακες, καταχρασταί, άτιμοι, λαθρέμποροι και συκοφάνται, όπως προαχθώσιν ή τουλάχιστον χορτασθώσι, και εν τούτοις καταδικαζομένους υπό της ασπλάγχνου ειμαρμένης εις ισόβιον τιμιότητα και πείναν.
Το να ασχολείται τις εν Ελλάδι εις γενικά και απλώς θεωρητικά ζητήματα είναι περίπου το αυτό, ως ει χειρουργός, περικυκλούμενος υπό ηκλωμένων, αντί να μεταχειρίζηται την μάχαιραν και το πυρ κατά της σαπράς σαρκός, καταγίνετο συντάσσων πραγματείας περί πυαιμίας και φαγεδαίνης.
Τον ορεγόμενον να εκφράση την γνώμην του περί των πολιτικών ημών πραγμάτων εν πάση αμεροληψία και δικαιοσύνη αποθαρρύνει πάντοτε ο εξής συλλογισμός, ότι αι παρατηρήσεις αυτού, όσον ορθαί και ακριβείς και αν είναι, θέλουσιν έχει επί της πορείας των πολιτευομένων τόσην μόνον επιρροήν, όσην και αι παρατηρήσεις του κ.Κοκκίδου επί της πορείας των αστέρων.
Κατά τας ημέρας των στηλιτικών ήκουσα ξένον, γηράσαντα παρ' ημίν, να εκφράζη την ακόλουθον γνώμη : "Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Βλαχία την ακρίδα, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας και η Ελλάς τους Έλληνας".
Περί των εν Ελλάδι γυναικών δύναταί τις να είπη ότι υπερέχουσι τους άνδρας κατά τούτο, ότι τα αθύρματα αυτών ουδόλως είναι κατώτερα των αλλαχού γυναικών. Όπως η Παρισινή, ούτω και η πλουσία Αθηναία δύναται να ενδυθή εσθήτα του Βορθ, να κρούση κύμβαλον του Εράρδου, να σύρηται υπό ρωσικών ίππων και να εκλέξη εραστήν μεταξύ του διπλωματικού σώματος. Τα ανδρικά όμως αθύρματα, η πολιτική, η επιστήμη, η στρατιωτική, φιλολογική ή άλλη οιαδήποτε φιλοδοξία, ουδέν άλλο είναι σήμερον εν Ελλάδι ή ελεεινή τις παρωδία των εν Ευρώπη τοιούτων.
Η Αφροδίτη, ο κάλλιστος των αστέρων, ονομάζεται το πρωι Εωσφόρος, ίσως διότι αι γυναίκες, αι τοσούτον ωραίαι κατά την έναρξιν εσπερίδος, γίνονται το πρωί εκ του κάματου, του καταρρεύσαντος ψιμμυθίου και των καταπεσόντων βοστρύχων άσχημοι ως ο διάβολος.
Ολίγοι υπάρχουν οι μη άπαξ τουλάχιστον κατά την διάρκειαν του βίου υποθέσαντες ότι η Μοίρα δύναται να κόψη της ζωής των ουχί όμως και του κατέχοντος αυτούς ασθήματος το νήμα. Αλλ' εν τούτοις η πείρα αποδεικνύει ότι εκ πασών των εγχειρήσεων η μάλλον ακίνδυνος είναι η του αισθήματος αποκοπή.
Διπλωμάτης γυναικοθήρας, πλείστης τυχών εν Αθηναίας εκτιμήσεως, παρετήρει μετά συγχωρητής εις ξένον απορίας, ότι κατά τούτο διαφέρει των αλλαχού γυναικών η Ελληνίς, ότι πολύ περισσότερον του εραστού αγαπά πάντοτε τον σύζυγόν αυτής.
Αν υπάρχωσι σχέσεις μετά γυναικών, ων η διάρρηξις κόπτει την όρεξιν και τον ύπνον επί τινας ημέρας, πολύ συνηθέστερον των τοιούτων διαζυγίων αποτελεσμα είναι να αισθάνηταί τις ανακούφισιν, οίαν ο προφήτης Ιωνάς, ότε εξήλθε τηε κοιλίας του κήτους.
Όσοι απορρούσι βλέποντες διακεκριμένον άνδρα προσηλούμενον πολλάκις εις γυναίκα πεζότατην, φαίνονται λησμονούντες ότι δεν έπεται εκ τούτου ότι την αγαπά, ούτε καν ότι τω αρέσκει, αλλά μόνον ότι καταφεύγει εισ αυτήν, ως οι πυρέσσοντες εις την κινίνην.
Η μικρά διάνοια των γυναικών είναι πολύ προσφορώτερα της ανδρικής προς ακριβή εκτίμησιν των μικρών ζητημάτων, διά τον αυτόν λόγον δι' ον μικρά πλάστιγξ ζυγίζει τα μικρά πράγματα πολύ ακριβέστερον της μεγάλης.
Το είδος έρωτος. ον εμπνέουσι γυναίκες τινές, νέαι, δροσεραί, εύσαρκοι, αναίσθητοι και ευήθεις, φαίνεταί μοι κάπως συγγενεύον προς την ανθρωποφαγίαν.
Έκαστος έθνος έχει ζώόν τι, το οποίον θεωρεί ως ακάθαρτον· οι Τούρκοι βδελύσσονται τους κύνας, οι Ιταλοί λέγουσι: "ο χοίρος, με συμπάθειον", εν Ελλάδι δε ήκουσα πολλάκις χωρικούς λέγοντας "η γυναίκα μου, με συμπάθειον".
Οι υπερκορεσθέντες των ρομαντικών συγκινήσεων της νεωτέρας φιλολογίας αρέσκονται επειτα εις την παιδικήν αφέλειαν του Ομήρου, καθ' ον περίπου τρόπον αγαπώσι και οι λάγνοι γέροντες τας αθώας κορασίδας.


Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904)

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Thomas Carlyle



«..Ο Carlyle είναι μεγάλης σημασίας ηθική δύναμη. Έχει λαμπρό μέλλον και είναι ανέφικτο κάποιος να προβλέψει τι θα παράγει και τι θα προσφέρει στην ανθρωπότητα..»
Goethe



Γεννημένος στο Ecclefecham της Σκωτίας το 1795, αρχικώς σπούδασε μαθηματικά και κατόπιν αφοσιώθηκε στις φιλοσοφικές και φιλολογικές σπουδές του. Ο Thomas Carlyle αποτέλεσε έναν βαθύ γνώστη της Γερμανικής λογοτεχνίας και μία λαμπρή προσωπικότητα του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Το έργο του ξεκινάει με την μετάφραση του Wilhelm Meister (η δεύτερη νουβέλα του J.W. von Goethe ) και ακολουθεί η συγγραφή της βιογραφίας του Schiller. Εν συνεχεία δημοσιεύονται μελέτες του περί των μυθιστοριογράφων Γερμανών και ακολουθεί η σύνταξη του “Sartor Resartus” στο οποίο αναλύει το έργο του Fichte κατακρίνοντας μανιωδώς τον υλισμό της εποχής του, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο δια την εκτόπιση ό,τι ευγενούς, υψηλούς και αληθούς. Το 1834 συντάσσει το έργο του “Γαλλική Επανάσταση” ενώ το 1840 εκδίδεται το σπουδαίο έργο του “Οι ήρωες στην λατρεία και την ιστορία” στο οποίο ο Carlyle αναλύει την ασημαντότητα της ανωνύμου μάζας και την πνευματική και ηθική ανέλιξη και εξέλιξη της ανθρωπότητoς από προνομιούχα πνεύματα – προσωπικότητες οι οποίες θα δίδουν σάρκα και οστά στα υποφώσκοντα ιδανικά του πλήθους. Αυτά τα προνομιούχα πνεύματα αποτελούν τους Ήρωες του Carlyle οι οποίοι δύναται να ενσαρκωθούν υπό ποικίλες μορφές ( θεοί, προφήτες, ποιητές, μεταρρυθμιστές, συγγραφείς, πολιτικοί ή στρατηλάτες). Η αιωνιότητα του έργου του Thomas Carlyle έγκειται στην διαισθητική του ικανότητα να εισέρχεται στην ψυχοσύνθεση και την εσώτερη ουσία της ανθρώπινης υπάρξεως και δη του ανθρώπου εκείνου που αναζητά την υπέρβαση και την αποκοπή του από τα κακέκτυπα και τα δεσμά της εκάστοτε μάζας. Το σφρίγος και η ζωντάνια του έργου του, η τραχύτητα και η προκλητικότητά του σε συνδυασμό με την μεγαλοφυΐα του το κατέστησαν βασική πηγή αναφοράς των υπερμάχων της Ευρωπαϊκής Αφυπνίσεως ενώ συχνά το όνομα του θα δέχεται τα πυρά των υλιστών- μηδενιστών των μαρξιστικών σπουδαστηρίων. Ένσταση δική μας, πέραν ενός συνόλου θρησκευτικών – χριστιανικών θεμάτων αποτελεί και η πεποίθησή του για την ολοκλήρωση του κύκλου της αυθεντικής Ελληνικότητος και τον θάνατο της τα αρχαία χρόνια – άποψη διόλου παράξενη για έναν Σκωτσέζο φιλόλογο της εποχής.
Παραθέτουμε ένα επίκαιρο , μεταξύ δεκάδων, απόσπασμα από το έργο του “Οι ήρωες στην λατρεία και την ιστορία” το οποίο χαρακτηρίζει και διαφωτίζει και την δική μας πολιτική αντίληψη.



…”Ανακαλύψτε σε κάθε χώρα τον ικανότερο άνδρα και δώστε του την υψηλότερη θέση προσφέροντάς του την λατρεία σας. Κατ΄αυτόν τον τρόπο κάθε έθνος θα έχει την ιδανικότερη κυβέρνηση. Ουδεμία κάλπη εκλογική, κοινοβουλευτική ευφράδεια, ψηφοφορία, κατασκευή συνταγματικών πολιτευμάτων ή άλλο τι οιονδήποτε παρασκεύασμα είναι σε θέση να βελτιώση την κατάσταση. Λέγοντας ικανότερο εννοούμε τον φιλαλήθη, τον δίκαιο, τον ιπποτικό….”
Αναζητήστε το έργο του στην εξής σελίδα:

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Δημήτρης Μητρόπουλος



Παγκοσμίου φήμης μαέστρος και συνθέτης, απομονωμένος και κλειστός στην ασκητική του ζωή , φυσιολάτρης και ορειβάτης. Αυτός υπήρξε ο Δ. Μητρόπουλος, μία μεγάλη προσωπικότητα του αιώνος που πέρασε. Παρ’ όλο που μια γαλανόλευκη σημαία στόλισε την τεφροδόχο του, η ζωή και το έργο του δεν χαρακτηρίστηκαν από τον πατριωτισμό που γαλουχήθηκε από τους υπόλοιπους συνθέτες της γενιάς του. Εμείς από τον Δ. Μητρόπουλο αντλούμε , πέραν από την ομορφιά του έργου του, την φυσική και μεταφυσική χροιά που συνέδεε την «αναρρίχησή» του στα υψίπεδα της τέχνης με εκείνη στις βουνοκορφές του Ολύμπου…


Χαρακτηριστικά έχει αναφέρει…


«Να ζει κανείς δεν έχει σημασία, να ανεβαίνει ψηλές κορυφές βουνών, ν αγκαλιάζει την φύση, αυτό έχει σημασία! Γι’ αυτό μόνον οι ορειβάτες ξέρουν να ζήσουν! Είναι πολύ τολμηρός αυτός ο ορισμός μου, μα πρέπει να έχει ανέβει κανείς για να τον νιώσει σε όλη του την υπερβολή!»


«Ανεβαίνω στα βουνά γιατί μ΄αρέσει να νικώ τα πράγματα, να τα κατακτώ. Για μένα η κατάκτηση ενός βουνού είναι το ίδιο σαν την κατάκτηση μιας πολύ δύσκολης παρτιτούρας. Κι’ όταν βρίσκομαι στην κορυφή ενός βουνού, νιώθω ένα αίσθημα ζωής, αλλά συγχρόνως και ένα αίσθημα θανάτου…»

Αναζητήστε την βιογραφία και το μουσικό του έργο στις εξής ιστοσελίδες:




Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

"Πούναι η λευτεριά.."

…Και μας έστειλαν ΄πιτροπή εσένα και εμένα να οργανίσουμε τους αγωνιστάς – και να τους δώσουμε μιστόν δώδεκα γρόσια; Το θα το κανε αυτό το μισό τάλλαρο εκίνος ο καταπληγωμένος αγωνιστής αυτός να ντυθή, η γυναίκα ή τα παιδιά του ή οι γέροι γονέοι του; Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι ΄αρφανά και διά ΄κείνους όπου θυσίασαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα διακοναραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι΄αυτούς όλους, είναι φτωχή, και διά τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης κ΄έφυγε μ΄ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι ΄αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πούναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, που είναι οι πρόσοδοι, πούναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ΄αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, που είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν,κι ΄αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσης; Που το τζάκισες αυτό το χέρι; - ΄Σ το Μισολόγγι, μου λέγει.- Που το τζάκισα εγώ αυτό; - ΄Σ τους Μύλους του Αναπλιού. Διατί τα τζακίσαμεν; Διά την λευτεριά της πατρίδος. – Πούναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; ...

Ιωάννης Μακρυγιάννης

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Ο δικός μας σοσιαλισμός, εργασία και συντροφικότητα.

Αντιλαμβανόμαστε την βιοθεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ως έναν προορισμό στον οποίο συνεχώς τείνουμε δίχως να είναι δυνατόν ποτέ να θεωρήσουμε πως έχουμε φθάσει. Η αίσθηση της «ολοκληρώσεως» θα αποτελούσε ασυναίσθητη προδοτική διαφυγή και παραίτηση από την συνεχή πάλη. Η ατέρμονη αυτή έλξη του εθνικοσοσιαλισμού προς τα βαθύτερα αιώνια αρχέτυπα, τα υψηλότερα ιδανικά και την λαμπρότερη αρετή είναι η ζωοδόχος πηγή – γεννήτωρ των ικανών και αναγκαίων κινήσεων δια την υπερνίκηση πάσης φύσεως αδρανειακών δυνάμεων. Αυτή η «κίνηση» λαμβάνει χώρα σε όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης υπάρξεως και όχι σε μεμονωμένα επίπεδα.
Ένα από τα κομβικά σημεία της «κινήσεως» αυτής , δίχως να είναι το μοναδικό φυσικά, είναι η εργασία. Η εργασία, που περισσότερος λόγος γίνεται για εκείνην από όσους δεν την έχουν γνωρίσει, πλάθει και επηρεάζει καταλυτικά με την σύμπραξη της διαστάσεως του χρόνου τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Σκοπίμως σήμερα βιώνουμε όχι μόνο την τραγικότητα της μη υπάρξεως στοιχειωδών θέσεων εργασίας, αλλά και την εικοσαετή αυτοκτονική για το ελληνικό έθνος απαξίωση δεκάδων επαγγελμάτων τα οποία σήμερα βρίσκονται υπό την κυριότητα μεταναστών. Επιπρόσθετα, η εργασία κατακρημνίσθηκε στα βάραθρα της εκμεταλλεύσεως και της κερδοσκοπίας αποξενωμένη πλήρως από κάθε ίχνος κοινωνισμού. Το έθνος των στρατιωτών, των επιστημόνων, των εργατών και των φιλοσόφων έχει μετατραπεί σε μία μάζα εισοδηματιών, πολιτικάντηδων, συνδικαλιστών, «προέδρων» και «αρχηγών», κερδοσκόπων, τοκογλύφων και τεμπέληδων. Πραγματοποιήθηκε ένας κατακλυσμός εμφανίσεως εμπόρων ενώ ταυτοχρόνως οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες εξαφανίζονται. Καθείς αναζητά έναν τρόπο απλώς να διακινεί υλικά και προϊόντα, δίχως να παράγει κανένα έργο. Ο σύγχρονος κάτοικος του ελλαδικού χώρου αγωνιά να κατέχει μία περιουσία την οποία θα νοικιάζει ή θα πουλάει. Αγωνιά όχι να δημιουργήσει, αλλά να κληρονομήσει. Μερικά χωράφια, μερικά ακίνητα, μερικά μετρητά και κάποιες συντάξεις θα συνθέσουν την απαραίτητη οικονομική δύναμη που θα του εξασφαλίσει την «περηφάνια» του. Επίσης, οι πολιτικές διασυνδέσεις της οικογενείας θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την «ένδοξη» πορεία του. Η ένδυση και τα υλικά αγαθά καλούνται να εξευγενίσουν αισθητικά τις σαπισμένες ζωές, τα πλαδαρά κορμιά, τα βουβαλίσια βλέμματα και την ανυπολόγιστη ηλιθιότητα. Ποιος εθνικισμός να καρποφορήσει σε εδάφη που δεν υφίσταται πια έθνος και ποιος σοσιαλισμός θα προσεγγιστεί από εισοδηματίες;
Η αλληλεγγύη μας σε όσους πραγματικά στερούνται το δικαίωμα της εργασίας αποτελεί πρωτευούσης σημασίας θεμέλιο στην αντιδραστικότητά μας απέναντι στην οκνηρία. Η επιστημονική κατάρτιση, η μόρφωση, η εργατικότητα και η ευρύτερη διαμόρφωση της προσωπικότητας δεν αποτελούν μεμονωμένους αυτοσκοπούς. Συγκλίνουν όλα μαζί, προς την διαμόρφωση των προσωπικοτήτων εκείνων που θα συνθέτουν μία νέα εθνοφυλετική κοινότητα. Εκείνοι οι οποίοι αναζητούν την φυγή από την εργασία, την εκμετάλλευση ομοίων ή συμβιβάζονται με τα πεπραγμένα των προηγουμένων γενεών αποτελούν αδρανειακής φύσεως χαρακτήρες για το ευρύτερο σύγχρονο εθνικοσοσιαλιστικό οικοδόμημα, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς. Ο εργαζόμενος σύντροφός μας, αποτελεί έναν εν ενεργεία πολεμιστή ο οποίος μάχεται σε παράλληλα μέτωπα. Να μην «αφοπλιστεί», να «οικοδομήσει» και να κατασταλάξει ο μόχθος στην αξιοπρέπεια και τον χαρακτήρα του. Ο άνεργος σύντροφός μας ο οποίος αναζητά συνεχώς ένα πεδίο αναδείξεως και διεύρυνσης των ικανοτήτων του αποτελεί έναν «αφοπλισμένο» από τον καπιταλισμό «στρατιώτη» του έθνους και της φυλής μας. Ισορροπώντας στα λεπτά νήματα μιας ουσιαστικής αγωνιστικότητας, απαλλαγμένης από εντυπώσεις και συμβιβασμούς, αναζητούμε την εθνικοσοσιαλιστική συντροφικότητα μόνο ανάμεσα σε εκείνους που μοχθούν για να επιβιώσουν και διψούν να δημιουργήσουν .