Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Knut Hamsun

Νορβηγός συγγραφέας (1859-1952)· χαρακτηρίστηκε από τον νορβηγό βασιλιά Χαακόν VII ως "η ψυχή της Νορβηγίας" και θεωρείται πνευματικός απόγονος του Nietzsche και του Dostoyevsky.
Η ζωή ήταν σκληρή για τον Knut Pedersen από το Hamsund της Νορβηγίας. Στα 9 του χρόνια χωρίστηκε από την οικογένειά του και ζούσε με τον θείο του, ο οποίος τον κακομεταχειριζόταν και τον άφηνε να λιμοκτονεί, γεγονός που όπως ο ίδιος ο Hamsun δήλωσε του προκάλεσε αρκετές διαταραχές στην υγεία· μάλιστε είχε παρομοιάσει τον θείο του με την Αγγλία, ως την παλιά αποικιακή μεγάλη δύναμη και τον εαυτό του με την Γερμανία που αναζητούσε τον ζωτικό της χώρο!
Το 1874 κατάφερε να ξεφύγει από τον θείο του, έκανε διάφορες δουλειές για να κερδίζει τα προς το ζην, ταξίδεψε στην Αμερική κι άρχισε το συγγραφικό του έργο με το βιβλίο "Ο Αινιγματικός Άνδρας : Μια ερωτική ιστορία από την Βόρειο Νορβηγία. Η αναγνώρισή του ήρθε με το περίφημο έργο "Η Πείνα" (1890), ένα ψυχολογικό και σε αρκετά σημεία αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα στο οποίο εξερευνώνται τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και λογικής. Ένα από τα κεντρικά μοτίβα που συναντά ο αναγνώστης στα έργα του Hamsun είναι αυτό του περιηγητή, του περιοδεύοντος ξένου, του ιδιόρρυθμου και αντικοινωνικού ασκητή του αστικού και αγροτικού περιβάλλοντος που αγωνίζεται να βρει τον εαυτό του ακολουθώντας τον δικό του προσωπικό δρόμο. Μέσω του αστείρευτου λυρισμού του και της ειλικρινούς προσεγγίσεως των κοινωνικών δεδομένων της εποχής του εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό του για την απομάκρυνση των σύγχρονων ανθρώπων από τις ρίζες και τις παραδόσεις τους, για τον εκφυλιστικό εκμοντερνισμό και την διαβρωτική της ανθρώπινης ψυχοσυνθέσεως αστυφιλία. Ακόμα, σημαντική θέση κατέχει στα έργα του, κυρίως στην "Ευλογία της Γης" για το οποίο βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920 και στον "Πάνα", η αγάπη του για την φύση· εξύμνησε την μυστικιστική πλευρά της φύσεως και τον παραδοσιακό τρόπο διαβιώσεως προβάλλοντας τον φυσικό και μεταφυσικό δεσμό ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος αλλά και παρουσιάζοντας τον άνθρωπο ως οργανικό στοιχείο αυτού και όχι ως εξουσιαστή του.
Ο Hamsun έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για την Γερμανία και την γερμανική κουλτούρα, ενώ απεχθανόταν τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την Σοβιετική Ένωση· επηρεασμένος από τον Nietzsche και ακολουθώντας τον έντονο αντισημιτισμό του τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος. Υποστήριξε ένθερμα το εθνικιστικό-φασιστικό κόμμα της χώρας του, Εθνική Ένωση, το οποίο και κυβέρνησε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το 1943, κατόπιν μιας συναντήσεως που είχε με τον Josef Goebbels, o Ηamsun του απέστειλε ως δώρο κι ένδειξη θαυμασμού το βραβείο Νόμπελ που του είχε απονεμηθεί. Μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την νίκη των συμμαχικών δυνάμεων, ο 84χρονος πλέον συγγραφέας συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη με τις κατηγορίες της υποστήριξης και συνεργασίας με τους Ναζί και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική και στο υπέρογκο για την εποχή πρόστιμο των 325 000 κορώνων.



Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Το βέλος


…Προτού το βλέμμα χαμηλώσει και ο νους αρχίσει να παραμερίζεται χάριν της ασκήσεως, στην τελευταία βαθειά εισπνοή όπου ο θώραξ και η πλάτη οδεύουν προς την ορθή περήφανη αυτοκρατορική θέση τους, ένα βέλος ρίχνεται προς τον ουρανό…


Σώμα, κάθισμα, βέλος, ρουνικός συμβολισμός αποτελούν εργαλεία σκέψεως, διαμορφώσεως εικόνων, νοητικές προσεγγίσεις τα οποία κάθε συνεπής τεχνίτης, κατόπιν της εκτελέσεως της εργασίας του τα παραμερίζει. Έκτοτε ξεκινά το μονοπάτι των Αρίων..


Η πορεία ενός βέλους προς τον ουρανό αποτελεί το συνειδητό τρόχισμα των δεσμών ενός Αρίου με τον νοητό και κυρίως υλικό κόσμο, χάριν της αναζητήσεως των υψηλοτέρων αιθέριων κενών, όπου θα του δοθεί ο απαραίτητος ζωτικός χώρος σποράς και καρποφορίας των ανθών της φωτίσεως δια την μετέπειτα ορθή οικοδόμηση ολόκληρου του κελύφους της φυσικής του παρουσίας. Όσο περισσότερο πειθαρχήσει στην πάλη και τις κακουχίες, στην εργατικότητα και τον μόχθο, τόσο περισσότερο θα σκληρύνουν τα δάχτυλα και οι μύες του για το τέντωμα των ινών. Όσο περισσότερο ανηφορίσει, στα σισύφεια μαρτύρια της καθημερινότητος τόσο τα πόδια του θα δυναμώνουν και θα δύναται να σταθεί ακλόνητος ακόμη και στην άκρη του γκρεμού για να τοξεύσει. Όσο περισσότερο διεισδύσει στην δυτική θεώρηση, τόσο θα αυξηθεί η οξυδέρκεια διάκρισεωςς των φαινομενικώς αόριστων συντεταγμένων στοχεύσεως.


Κατόπιν, σαστισμένος στέκεται και παρακολουθεί την πορεία. Δεν πατάει εκείνος στην γη , μήτε το βέλος ταξιδεύει στον ουρανό. Βέλος και ασκητής αποτελούν μία ενότητα. Ενυπάρχουν στο ίδιο μονοπάτι με μόνη διαφορά πως το βέλος θα φθάσει στιγμιαία σε κάποιο «ύψος» και εν συνεχεία οι μοριακές του δομές θα διασπασθούν πλήρως και θα διαχυθούν στους ουρανούς, ενώ ο Άριος θα κατηφορίσει από την θέση του συνεχίζοντας το γκρέμισμα και το χτίσιμο του οικοδομήματός του. Θα στραφεί προς την τίγρη που αγωνιά να ιππεύσει και στον κόσμο των ερειπίων όπου θα πολεμήσει για να υπάρξει και να δημιουργήσει. Μία τεραστίων δυνάμεων, κυρίως ελκτικών, παγίδα, αποτελεί η νοητική φυλάκιση στην στιγμή της μεγίστου υψομετρικής αποστάσεως όπου βρέθηκε βέλος και τοξότης. Εκείνο το «παρόν», έκτοτε αποτελεί παρελθόν και εναντιώνεται στην βιωματική αντίληψη της ζωής και του αγώνος, η οποία επιτάσσει την ύπαρξη του ατόμου στο «τώρα». Το μόνο το οποίο απομένει, αποτελώντας βεβαίως ανεκτίμητη νίκη, είναι το «οξυγόνο» που εισπνεύσθηκε από την ψυχή, το συνειδητό και το ασυνείδητο -εκείνη την στιγμή - και το οποίο ταξίδευσε εντός των αναπνευστικών οδών του πολεμιστή έως ότου η εκπνοή του το αποβάλλει. Ίσως ο χρόνος κατά τον οποίο βιώνεται μία αληθής κατάσταση, είναι απειροστά μικρότερος από εκείνον που διαρκεί μία αναπνοή. Για την Αρία κοσμοθέαση όμως, ολόκληρη η ζωή, αποτελεί πρόσφορο πεδίο βιωματικής ασκήσεως αυτής ακριβώς της καταστάσεως, και όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο. Το παρελθόν αποτελεί ένα πεπερασμένο χρονικό σύνολο και η ζωή πεπερασμένο σύνολο εμπειρικών γεγονότων και καταστάσεων. Η ουσία της αγωνιστικότητος, όμως, και του ηρωικού στοιχείου εις κάθε πτυχή της ζωής έγκειται στην δύναμη και την θέληση της υπάρξεως της Φλόγας την παρούσα στιγμή. Η πυρά της εσώτερης εξεγέρσεως δεν δύναται να σβήσει, παρά μόνον να σκεπαστεί από την τέφρα περασμένων χρόνων η οποία σκεπάζει επιμελώς τα εναπομείναντα πυρακτωμένα καρβουνιάσματα. Εφόσον όμως δοθεί η απαραίτητη «καύσιμη ύλη» , τότε δύναται ξανά να αποτελέσει Φωτιά. Αυτή , βεβαίως, αποτελεί και την γοητεία κάθε αληθούς βιώματος, ιδανικού ή θεωρήσεως. Κατόπιν της αρχικής εμφανίσεως, απαιτείται μονάχα η δύναμη και η θέληση τοξεύσεως διά την συλλογή των προς ριπή εις την πυρά υλών…

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Η Ασπίδα του Αχιλλέως


Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Studies in Comparative Religion την άνοιξη του 1976

Του Gerard Casey

Η αντανάκλαση του αδημιουργήτου στο δημιουργηθέν, αναγκαστικά παρουσιάζει τον εαυτό της υπό διάφορες όψεις· ακόμη και υπό μία απροσδιόριστη ποικιλία όψεων, κάθε μία από τις οποίες έχει κάτι το συνολικό και το πλήρες, έτσι ώστε να υπάρχει μία πολλαπλότητα θεάσεων του κόσμου που κάθε μία είναι εξίσου πιθανή και γνήσια, εφόσον όλες τους πηγάζουν από τις καθολικές και αμετάβλητες αρχές.

Titus Burkhardt

Σε κάθε ασπίδα υπάρχει μία άλλη πλευρά, κρυμμένη.

A.N. Whitehead

Στην Ησιόδεια αφήγηση των κοσμικών εποχών, που έχει διασωθεί στο αρχαίο κείμενο το οποίο είναι γνωστό σε εμάς ως «Έργα και Ημέραι», ο ποιητής περιγράφει εν συντομία την εποχή των ηρώων. Μας λέει ότι οι ήρωες ήταν «κατά πολύ ευγενέστεροι» από τους άμεσους προκατόχους τους, και ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο αντέστρεψαν για ένα διάστημα, την κατωφερή πορεία της ιστορίας προς τον εκφυλισμό τον οποίον περιέγραφε. Οι ήρωες αντικατόπτριζαν στις φύσεις τους κάτι από την δομική ολότητα των ανθρώπων στην Χρυσή Εποχή. Ήταν σαν ο ποταμός του χρόνου να είχε κυλήσει για μία στιγμή πίσω στον εαυτό του, με σύντομες δίνες, παγιδευμένος στις αναμνήσεις της πηγής του. Και αυτή η πράξη αναμνήσεως δημιούργησε, όπως κάνουν όλες αυτές οι πράξεις, ευτυχέστερα πεπρωμένα για πολλούς ανθρώπους, σε σχέση με την κοινή μοίρα αυτών που είχαν γεννηθεί στην εποχή που είχε μόλις παρέλθει. Διότι αυτοί οι άνθρωποι του χαλκού, άνθρωποι αχόρταγοι για πόλεμο και βία είχαν αλληλοκαταστραφεί και βυθιστεί στον Άδη – «…ανώνυμοι κι ο θάνατος, κι ας ήταν τρομαχτικοί, τους πήρε ο μαύρος, κι άφησαν το λαμπρό το φως του ήλιου…» Τότε: « …ο γιος του Κρόνου έκανε, πιο δίκαιο και πιο ευγενικό, των ανθρώπων ηρώων το θείο γένος, που ονομάζονται ημίθεοι, την προηγούμενή μας γενιά πάνω στην άπειρη γη. Κι αυτούς ο κακός ο πόλεμος και οι σκληρές συγκρούσεις, άλλους κάτω από την εφτάπυλη Θήβα, τη γη του Κάδμου, αφάνισε να πολεμάνε για τα κοπάδια του Οιδίποδα κι άλλους στα καράβια πάνω απ’ τον μεγάλο κόλπο της θάλασσας στην Τροία πηγαίνοντάς τους για την ομορφόμαλλη Ελένη. [Εκεί άλλους του θανάτου το τέλος σκέπασε και σ’ άλλους] Χωριστά απ’ τους ανθρώπους βιος και τόπους δίνοντας ο Δίας ο γιος του Κρόνου τους έβαλε ο πατέρας να κατοικούν στα πέρατα της γης. Κι αυτοί κατοικούν έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή (θυμόν) στα νησιά των μακαρίων κοντά στο βαθύδινο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες… και ο Κρόνος τους κυβερνάει*».

Οι ήρωες ήταν άνδρες, γεννημένοι σε έναν κόσμο διαλυμένο από την βία της Εποχής του Χαλκού και αναγκαστικά ήταν πολεμιστές, πολεμιστές όμως που δεν λησμονούσαν ποτέ τους θεούς οι οποίοι είναι παντοτινοί. Ήταν άνδρες που «ύψωναν τα χέρια τους προς του απέραντους ουρανούς προσευχόμενοι» και προσεύχονταν «ώστε ο πόλεμος και η σύγκρουση να παύσουν ανάμεσα στους ανθρώπους». Ήταν κατά κύριο λόγο άνδρες απλοί, παθιασμένοι, απερίσκεπτοι. Οι αρετές τους ήταν οι αρετές των πολεμιστών – φιλαλήθεια και θάρρος. Η κοσμοθέασή τους ήταν αυτή του πολεμιστή: «Ο Θεός είναι μέρα-νύχτα, χειμώνας-καλοκαίρι, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός…» « ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και των πάντων βασιλιάς. Κι άλλους τους αναδεικνύει θεούς κι άλλους ανθρώπους, άλλους τους κάνει δούλους κι άλλους ελεύθερους…» «το όνομα του τόξου είναι βίος αλλά το έργο του θάνατος…» αυτά είναι τα λόγια του Ηρακλείτου, του φιλοσόφου που είδε βαθύτερα στην καρδιά του ήρωος. Θα έχουμε στην συνέχεια την ευκαιρία, να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας περισσότερο από μία φορά τα κατακερματισμένα ρητά του Ηρακλείτου που έχουν φτάσει ως εμάς.

Σε αυτόν τον κόσμο του πολέμου και της ειρήνης, ανάμεσα στο ζήτημα της δουλείας και της ελευθερίας, ο χαρακτήρας ενός ανδρός είναι η μοίρα του. Ο ήρωας, είναι ο άνθρωπος που επεξεργάζεται το πεπρωμένο του, επικεντρώνοντας εν αληθεία και θάρρος, στο πύρινο στοιχείο μέσα στην ίδια του την ψυχή: διότι αυτό το πύρινο στοιχείο στην ψυχή του, είναι αντανάκλαση του θεϊκού δημιουργικού πυρός, το οποίο καθιστά του κόσμους υπαρκτούς. Στην μάχη το σώμα του ήρωος προστατεύεται από την ασπίδα, και η ψυχή του από αυτό που συμβολίζει η ασπίδα – την ολότητα της κοσμοθεάσεώς του. Επιζητώντας να μοιραστούμε ως έναν βαθμό αυτήν την θέαση, μπορούμε να προσφύγουμε στην περιγραφή που δίνεται στον Όμηρο, προς το τέλος της ραψωδίας Σ της Ιλιάδος, περί της σφυρηλατήσεως της ασπίδος του Αχιλλέως.

Η ασπίδα σφυρηλατείται από τα στοιχειώδη μέταλλα – χρυσός, άργυρος, χαλκός, κασσίτερος – από τον θεϊκό τεχνίτη Ήφαιστο, τον θεό της φωτιάς. Έτσι ο κόσμος σφυρηλατείται από το αείζωο θεϊκό πυρ, το οποίο αιωνίως διαφοροποιεί τον εαυτό του στα πολλά, και την ατελείωτη επιστροφική κίνηση των πολλών στον εαυτό του. Αυτή η κοσμική διαδικασία επιστροφής εκ των συγκρούσεων των πολλών, και της παλινορθώσεως που απαιτείται από την Δικαιοσύνη, της ισορροπίας στην πηγή, είναι πόλεμος του οποίου η απόρροια είναι ειρήνη. Το αείζωο πυρ έχοντας ως κέντρο αυτό καθεαυτό πέραν όλων των κόσμων, βρίσκεται στην καρδιά όλων των κόσμων, από αυτό ρέει κάθε κίνηση, κάθε ζωή, κάθε γνώση. Είναι το Αιώνιο: «αυτό το οποίο δεν δύει ποτέ», αυτό το οποίο στο τέλος κάθε κοσμικής εποχής καταστρέφει το παλιό και φλογίζει το νέο. Μπορεί αληθινά να αποκληθεί με άλλα ονόματα όπως Ζευς, δικαιοσύνη, σοφία, λόγος. Είναι ταυτοχρόνως πρόθυμο και απρόθυμο να αποκληθεί έτσι. Πρόθυμο, διότι τέτοια ονόματα αντανακλούν ποιότητες της φύσεώς του, απρόθυμο, διότι κατ’ ουσίαν κείτεται πέρα από κάθε τέτοια ποιότητα. Το θεϊκό αυτό πυρ καθιστά υπαρκτό τον δομημένο κόσμο.

Ο Ομηρικός πολεμιστής φαντάζεται τον κόσμο ως σφαίρα. Κατά μήκος του οριζοντίου διαμετρικού πεδίου, εκτείνεται ο επίπεδος δίσκος της γης, περικυκλωμένος από τα αχανή ρεύματα του Ωκεανού – αιωνίως ρέοντος πίσω στον εαυτό του. Η γη καλύπτεται από τον αντεστραμμένο θόλο του υπερκόσμου – έναν χάλκινο[1] θόλο, κατά μήκος του οποίου κινούνται ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια, από την έγερσή τους από τον Ωκεανό στα ανατολικά, ως το βασίλεμά τους στον Ωκεανό στα δυτικά. Η γη στηρίζεται στον υπό-κόσμο του Ερέβους και του Άδη, με τις βαθύτερες ρίζες της στους κόλπους του Ταρτάρου. Κάπου στο ανώτερο ημισφαίριο του υπερκόσμου, λάμπει το τριπλό φως του Εμπύρου**· τα χάλκινα τείχη του Ταρτάρου περικλείονται από τριπλά σκοτεινά στρώματα νυχτός. Η κοσμική σφαίρα στηρίζεται σε έναν εξωτερικό τροχό σκότους και φωτός, ο οποίος με τις περιστροφές του αντικατοπτρίζει τους κύκλους της γενέσσεως και του θανάτου σε όλα τα επίπεδα της υπάρξεως, από τον κόσμο τον ίδιο μέχρι κάθε τι που γεννιέται μέσα σε αυτόν. «Διότι η ίδια αιτία που μας φέρνει το φως του ήλιου μας φέρνει και το σκότος του Άδη». Εντός του κύκλου της γης, οι ατομικές ψυχές κινούνται κατά τον θάνατο προς τα ρεύματα του Ωκεανού, όπου έλκονται προς τον υπό-κόσμο, ώστε να αναδυθούν σε νέες καταστάσεις μέσα στον κύκλο της γης*** – ή μετά από προσωρινή διαμονή στις Νήσους των Μακάρων, μπορεί να προσελκυστούν επάνω, προς τον υπέρκοσμο και στην συνέχεια στον Έμπυρο· δηλαδή, σε μία κατάσταση υπάρξεως πέρα από τους κύκλους του κόσμου.

Αυτά τα ταξίδια της ψυχής καθορίζονται από την φύση της, ως αντανακλάσεως του θεϊκού πυρός. «Της ψυχής τα πέρατα όσο και να βαδίσεις, δεν μπορείς να τα βρεις, ακόμα κι αν ακολουθήσεις όλους τους δρόμους. Τόσο βαθύ νόημα έχει…». Έτσι ο ήρωας ζει και πεθαίνει, επιζητώντας να διατηρήσει το ψυχικό του πυρ άσβεστο, να επιστρέψει με τον θάνατο πέρα από τους κύκλους των κοσμικών πυρών, στο αείζωο θεϊκό πυρ: την μία πηγή και τέλος των πάντων. Ο βίος του επιζητεί να είναι μία συνεχής πράξη αναμνήσεως αυτής της πηγής: μία αφύπνιση από τον ύπνο της λήθης, από τον θάνατο της υπέρτατης λήθης. Και το ξεψύχισμά του, ως επιστροφή στην πηγή, συμβολίζεται με την νεκρική τελετουργία της θυσίας του με φωτιά.

Κάπως έτσι είναι το όραμα του κόσμου που χρησίμευε ώστε να προστατεύει και να προασπίζει την ψυχή του Ομηρικού ήρωος, και να την διατηρήσει μέσα στην αιώνια ζωή. Και η Ασπίδα του Αχιλλέως είναι το σύμβολό του, εξαιτίας και αυτού που τονίζει και αυτού που παραλείπει[2]. Η σφυρηλατημένη ασπίδα δεν περιέχει στην δομή της καθόλου μαύρο σίδηρο, διότι η ψυχή του Αχιλλέως, δεν προορίζεται να αντιμετωπίσει το θανάσιμο βάρος της εποχής που θα έλθει. Η ασπίδα του είναι φτιαγμένη από χρυσό και άργυρο, από χαλκό και κασσίτερο, διότι πρέπει να συγκρατεί μέσα της, δομημένες σε προστατευτικό σχήμα, όλες τις ως και την εποχή στην οποία ο ίδιος ζει, εγγενείς στην κοσμική διαδικασία μεταλλικές επιρροές. Παραλείπεται επίσης από την ασπίδα, οποιαδήποτε αναπαράσταση του υποκόσμου· η προσοχή του ήρωος κατευθύνεται και επικεντρώνεται στην γη, όπου πρόκειται να διαρρυθμίσει το πεπρωμένο του, και στον υπέρκοσμο προς τον οποίο κατευθύνονται οι φιλοδοξίες του.






Και ποιες όψεις του κόσμου απεικονίζονται στην ασπίδα για την αποδοχή, την τέρψη και την προστασία του πολεμιστού; Η πλατιά γη η ίδια και πάνω από την γη οι περιστροφικές κινήσεις του ακάματου ήλιου, του γεμάτου φεγγαριού και οι αστερισμοί κατά μήκος του ουρανού. Και κάτω από αυτές τις υψηλές παρουσίες, οι πόλεις των ανθρώπων, όπου υπάρχουν γάμοι και πυρφόρες πανδαισίες και χορός και τραγούδι. Και τα χωράφια των ανθρώπων, όπου υπάρχει το όργωμα, η σπορά και ο θερισμός, οι αμπελώνες και το γλυκό σαν μέλι κρασί και το τέλος του καλοκαιριού πριν το πλησίασμα του χειμώνα, με την ηχούσα λύρα και τις εκλεπτυσμένες φωνές αγοριών, που τραγουδούν το τραγούδι του Λίνου. Οι τρόποι της ειρήνης.

Αλλά και τα μονοπάτια του πολέμου επίσης· άνδρες και σκυλιά, τοποθετημένοι σε έναν απειλητικό κύκλο γύρω από λιοντάρια, τα οποία καταβροχθίζουν έναν ταύρο· νεαροί, θύματα ενέδρας, σφαγιαζόμενοι καθώς παίζουν τους αυλούς τους ανάμεσα στα κοπάδια τους, στα περάσματα ορμητικών ποταμών. Γυναίκες και παιδιά και ηλικιωμένοι στα τείχη απειλούμενων πόλεων.

Και οι προστασίες του νόμου – επίλυση της διαφωνίας ειρηνικά. Ο λαός συγκεντρωμένος για να παρακολουθήσει ένα ζήτημα ανθρωποκτονίας και τον τρόπο συμβιβασμού – ηλικιωμένοι άνδρες, καθήμενοι σε λαξευμένους λίθους σε έναν κύκλο που απεικονίζει τους κύκλους του κόσμου και εγειρόμενοι ώστε να μιλήσουν με την σειρά – οι ράβδοι στα χέρια τους ανακαλούν στην μνήμη όσων είναι παρόντες, τον Ερμή, τον αγγελιοφόρο του Διός – καθώς επιζητούν δίκαιη κρίση.

Για όλα αυτά, τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων, την ασπίδα που σφυρηλατείται από τον Ήφαιστο για τον Αχιλλέα, επιτάσσεται μία συγκεκριμένη χαρούμενη αποδοχή – μία αποδοχή της φυσικής τάξεως των πραγμάτων υπό τον ουρανό, μίας τάξεως που ανακύπτει από τον συντονισμό αντιθέτων τάσεων, όπως του τόξου και της λύρας.

Και γύρω από την γη – «γύρω από το ακραίο χείλος της καλοσφυρηλατημένης ασπίδας» - ρέει ο αιωνίως κυκλοτερής θεϊκός ποταμός Ωκεανός. Ρέει από την πηγή του, στο σημείο ανατολής του ήλιου: ύδωρ - κατά τον ορισμό του Θαλή[3]- εκ του αειζώου πυρός. Ωκεανός, ο δημιουργός κάθε γενομένου, ο εμπνευστής κάθε καταστροφής, τα ζωογόνα ύδατα κάθε πιθανότητος που ρέουν στο λυκόφως, όπου το κατωφερώς καθρεπτιζόμενο φως του υπερκόσμου συναντά την ανωφερή σκιά και το σκοτάδι του υποκόσμου. Ωκεανός: το απύθμενα παράξενο ποτάμι, στου οποίου τα νερά δεν μπορούμε να μπούμε δύο φορές, διότι νέα νερά ρέουν επάνω μας, στου οποίου τα νερά είμαστε και δεν είμαστε· νερά τα οποία ρέουν σε αυτόν τον κύκλο, εντός του οποίου κάθε σημείο της περιφέρειας είναι ταυτοχρόνως τέλος και αρχή, λήθη και αναγέννηση.

Τέτοια ήταν η Ασπίδα την οποία σφυρηλάτησε και έθεσε στα πόδια της Θέτιδος, της μητέρας του Αχιλλέως, ο Ήφαιστος. « Και ως γερακίνα αυτή από τον Όλυμπο πηδάει τον χιονισμένο» φέρνοντάς την στον γιο της. Τον βρίσκει να θρηνεί δίπλα στο σώμα του Πατρόκλου. Οι μαύρες φωτιές του Τάρταρου που καίνε στην ψυχή του Αχιλλέως, έχουν επισύρει τιμωρία. Έχει αμαρτήσει απέναντι στη δικαιοσύνη, απέναντι στο θεϊκό πυρ μέσα στην ίδια του την ψυχή. Έχει προσευχηθεί, ώστε οι σύντροφοί να γνωρίσουν την ήττα στην μάχη. Έχει φέρει πικρή θλίψη στον εαυτό του και στον λαό του. Τώρα είναι ανυπεράσπιστος στην ψυχή και στο σώμα. Έχει χάσει τον οπλισμό του από τον Έκτορα, τον οπλισμό τον οποίο οι Θεοί έδωσαν στον πατέρα του· και ο Πάτροκλος είναι νεκρός.

Κάθε άνθρωπος, σε κάθε εποχή – είτε είναι του χρυσού ή του αργύρου, του χαλκού ή του σιδήρου – φέρει εντός του τις δυνατότητες όλων των εποχών. Κάθε άνθρωπος μπορεί σε κάθε στιγμή, να στρέψει τα μάτια του πίσω στην πηγή. Οι αρετές του ήρωος – φιλαλήθεια και θάρρος – επιφέρουν δημιουργικούς και λυτρωτικούς μετασχηματισμούς σε κάθε κατάσταση, σε κάθε πόλεμο, εσωτερικό και εξωτερικό, ορατό και αόρατο. Κατά την κατάπτωσή του ο Αχιλλέας προσεύχεται«ο πόλεμος και η σύγκρουση να παύσουν». Επιθυμεί να επιστρέψει στην πηγή, αλλά κατά την επιστροφή πρέπει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πεπρωμένου του. Η πυρά του μπορεί να αναζωπυρωθεί μόνον από τις νεκρικές πυρές του Πατρόκλου και του Έκτορος. Διότι ο Αχιλλέας προορίζεται να πεθάνει στην μάχη, αμέσως μόλις έχει φονεύσει τον Έκτορα· ακριβώς όπως ο Έκτορας έχει επιφέρει τον θάνατό του στα χέρια του Αχιλλέως με τον φόνο του Πατρόκλου. Έτσι τώρα για τον Αχιλλέα, η αποδοχή της Ασπίδος περιλαμβάνει την αποδοχή του ίδιου του θανάτου στο κοντινό μέλλον, πολεμώντας στην Σκαιά Πύλη. Η Ασπίδα θα τον προστατεύσει ως τον πεπρωμένο θάνατό του, ο οποίος όμως είναι δική του επιλογή. Επιλέγει τον φλογερό θάνατο του πολεμιστού, αντί να ζήσει ως τα γεράματα – διότι «Αυτοί που πεθαίνουν για υψηλότερους σκοπούς ανταμείβονται με υψηλότερες αμοιβές» σε έναν κόσμο όπου κάθε κίνηση, είναι η κίνηση του ενός αειζώου πυρός, μέσω όλων των μεταμορφώσεών του που θνήσκουν αναγεννόμενες – όπου η ζωή δεν διασπάται από τον θάνατο, αλλά ανανεώνεται αιωνίως. Έτσι ο Αχιλλέας, η θλίψη των ανθρώπων, αποδέχεται την Ασπίδα και κινείται στα μονοπάτια της επιστροφής.

«Τα μονοπάτια της επιστροφής». Και με την επιστροφή, η συμπόνια θα κυλήσει ξανά στην ψυχή του Αχιλλέως. Με την παρουσία του Πριάμου, καθώς ο γέρος άνδρας απλώνει τα χέρια του ικετευτικά προς τον άνθρωπο που έχει σκοτώσει τους γιους του, εισέρχεται στην καρδιά του Αχιλλέως η ανάγκη για θρήνο – και σηκώνει τον γέρο με τα χέρια του και θρηνεί και του λέει: «Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα! Μονάχος να 'ρθεις πώς το βάσταξες στ᾿ Αργίτικα καράβια, τον άντρα ν᾿ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου χάλασα… Και συ πιο πριν, ακούμε, γέροντα, χαιράμενος περνούσες… μιαν ώρα γύρω απ᾿ το κάστρο δε σου απόλειψαν οι σκοτωμοί κι οι μάχες».

Και στο τέλος της Ιλιάδος, βλέπουμε τον Αχιλλέα ακόμη μία φορά. Έχοντας επιστρέψει στον Πρίαμο τον νεκρό γιο του, υπόσχεται να συγκρατήσει την μάχη, μέχρι οι φλόγες να κατακάψουν το σώμα του Έκτορος. Τότε ως αποχαιρετισμό σφίγγει τον καρπό του δεξιού χεριού του γέροντα, ώστε - «καμιά στα σπλάχνα του μην έχει πια τρομάρα».

Μια τελευταία χειρονομία: αποδοχής, συμφιλιώσεως και τελικής αποκαταστάσεως.

Σε αυτήν την σύντομη μελέτη, επιχειρήθηκε να δοθεί μόνο το απλούστερο περίγραμμα του συμβολισμού και της ερμηνείας της Ασπίδος του Αχιλλέως. Οι αναγνώστες που επιθυμούν να αναζητήσουν περισσότερα επί του θέματος, στα πεδία της πρώιμης Ελληνικής κοσμολογίας και θρησκευτικού συμβολισμού, θα ανταμειφθούν με έναν πλούτο πληροφοριών περί των παραδοσιακών δογμάτων γενικότερα. Οι διάφορες απόψεις του Ησιόδου, του Ηρακλείτου, του Πυθαγόρος, του Παρμενίδου, του Εμπεδοκλέους και του Πλάτωνος – που αντανακλούν τις βαθύτερες όψεις της Παραδόσεως – μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ως εκφραστικές της καθολικότητος του οράματος, που έγκειται πέραν των ορίων οποιασδήποτε από αυτές.







Για τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου, οι αναγνώστες μπορούν πιο συγκεκριμένα να ανατρέξουν στην ραψωδία Σ της Ιλιάδος, στίχοι 462-τέλος και στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου, στίχοι 109-201.

Επίσης, τα αποσπάσματα του Ηρακλείτου έχουν αξιοποιηθεί ελευθέρως.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Χαλκός: η τρίτη μετάλλαξη, καθώς οι κοσμικές εποχές εκτυλίσσονται, της Εμπύρειου φωτιάς μέσα στα περικλείοντα ημισφαίρια του κόσμου. Ο κόσμος, ως τέτοιος, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από περιορισμένος και σχηματισμένος.

[2] Η Ασπίδα του Αχιλλέως μπορεί υπό αυτήν την άποψη να συγκριθεί με την Ησιοδική Ασπίδα του Ηρακλέους, στην οποία η μορφή του Φόβου στέκεται ατενίζουσα από το κέντρο· ένα καθρέφτισμα της Εποχής του Χαλκού στο απόγειο της σκληρότητος και της βίας της. Στην Ιλιάδα ο ερχομός της Σιδηράς Εποχής προοιωνίζεται από την σιδερένια αιχμή του βέλους του Πανδάρου, που εκτοξεύεται κατά παράβαση ενός ιερού όρκου (Ιλιάδα, ραψωδία Δ, στίχος 103). Αυτή είναι η μόνη περίσταση όπου ο Όμηρος περιγράφει ένα βέλος ή μία αιχμή δόρατος ως «κατασκευασμένη από σίδηρο»

[3] Ύδατα κατά τον Θαλή: τα «χαοτικά» ύδατα, που κυλούν από το κενό που διαχωρίζει τον υπέρκοσμο από τον υπόκοσμο, από το οποίο ανακύπτει η κρυσταλλοποίηση του γεμάτου νησιά Δίσκου της Γης.

Μετάφραση-Απόδοση: Τήμενος

Σημειώσεις του Ιστολογίου

* Η φράση για την βασιλεία του Κρόνου δεν αναφέρεται κανονικά σε αυτό το σημείο. Ο Κρόνος βασίλευσε, σύμφωνα με προηγούμενο σημείο της Ησιόδειου αφηγήσεως (στίχος 111), αλλά και σύμφωνα με την ρωμαϊκή παράδοση, κατά την Χρυσή εποχή· αυτό όμως δεν αλλάζει το νόημα, καθόσον η δράση του γένους των Ηρώων αντιπροσώπευε μία προσπάθεια για την επάνοδο στην Χρυσή Εποχή.

** Έμπυρος (στα Μεσαιωνικά Λατινικά Empyreus), και πιο συγκεκριμένα Έμπυρος Ουρανός είναι το υψηλότερο σημείο του ουρανού, το οποίο σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις καταλαμβάνεται από το στοιχείο της φωτιάς, ή τον αιθέρα κατά την Αριστοτέλεια φιλοσοφία. Στην Θεία Κωμωδία του Δάντη είναι το μέρος όπου κατοικεί ο Θεός, πηγή του φωτός και της δημιουργίας.

*** Εννοεί τον Δίσκο της Γης.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Η Αριστοκρατία των Αγωνιστών

…Η Αριστοκρατία των Αγωνιστών δεν μπορεί να είναι απλώς «Πνευματική». Δεν ενδιαφέρει το πνεύμα αυτό καθ’ αυτό, ούτε και οποιαδήποτε άλλη ατομική ικανότης «αυτή καθ’ αυτήν». Ενδιαφέρουν όλα αυτά, εάν και εφ’ όσον τίθενται στην υπηρεσία της Πατρίδος και εξυπηρετούν τον αγώνα της. Δεν έχει σημασία τι είναι κανείς για τον εαυτό του. Σημασία έχει τι είναι και τι προσφέρει στο Εθνικό Σύνολο άμεσα. Έναν σοφό επιστήμονα , το έθνος θα τον τιμήσει σαν επιστήμονα. Πέραν αυτού όμως, για να του δώσει την ανάλογη θέση μέσα την κοινωνική ιεραρχία θα τον εξετάσει σαν αγωνιστή και μόνο σαν τέτοιον.
Δεν έχει σημασία για την προσωπικότητα του Εθνικού αγωνιστή η μόρφωσις, αυτή καθ’ αυτήν. Σημασία έχει τι μπορεί ν’ αποδώσει, ή μάλλον τι έχει αποδώσει στην υπηρεσία του Εθνικού συνόλου και χάριν τούτου και μόνον. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα τραβήξουν ψηλότερα οι καλύτεροι ψυχικά και πνευματικά. Οι καλύτεροι όμως, όχι μεταξύ των πολλών, αλλά οι καλύτεροι μεταξύ των Αγωνιστών.
Μια και το κριτήριο είναι ο Εθνικός αγώνας, κάθε ιεραρχία αξιών δεν μπορεί παρά να απορρέει από αυτόν και μόνο. Γιατί μία και πρόκειται για την διεξαγωγή αγώνος, είναι απαραίτητη η πειθαρχία, και πειθαρχία χωρίς ιεραρχική διαβάθμιση είναι κάτι το ακατανόητο. Συνεπώς μία τάξις Εθνικών Αγωνιστών δεν μπορεί να έχει παρά τη μορφή ενός ιδεολογικού στρατού που στην κορυφή του πρέπει να βρίσκονται οι γενναιότεροι , οι δυνατότεροι, οι πνευματικότεροι, οι τιμιώτεροι και οι πιο αποδοτικοί. Οι άνδρες οι προικισμένοι με όλες εκείνες τις αρετές που συνήθως αναπτύσσονται και σφυρηλατούνται στο πολύπλευρο Εθνικό Αγώνα. Οι άνδρες που συνήθισαν να στηρίζουν κάθε δράση τους στην Πίστη και στο Καθήκον..

Εκ του βιβλίου «Η Αριστοκρατία των Αγωνιστών» του Δ.Σ. Σούτζου , Εκδόσεις ‘Ιαμβος, 1954.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Edward John Poynter

Βρετανός ζωγράφος (1836-1919), γεννηθείς στο Παρίσι, του ρεύματος του Νεο-Κλασικισμού. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Ρώμη και το Παρίσι και στην συνέχεια δίδαξε ο ίδιος σε πανεπιστήμια της Αγγλίας. Διετέλεσε Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης της Αγγλίας, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Καλών Τεχνών.
Επηρεασμένος από τις ιδέες των νεο-κλασικιστών καλλιτεχνών, τα θέματα των έργων του πηγάζουν από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία και την αρχαία Ρώμη, αναδεικνύοντας με έξοχο τρόπο την ομορφιά και την λαμπρότητα των δύο πολιτισμών.


Libra and Her Sparrow


The vision of Endymion


The Cave of the Storm Nymphs


The Catapault


Corner of the Villa


A vestal portrait of Miss Violet Lindsay


A visit to Aesclepius


A Roman Boat Race