Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η Διδασκαλία της Ενότητος στην Ελληνική Παράδοση



Του Claudio Mutti

«Η διδασκαλία της Ενότητος, δηλαδή η κατάφαση ότι η Αρχή κάθε υπάρξεως είναι ουσιαστικώς Μία, είναι ένα θεμελιώδες σημείο κοινό σε κάθε ορθόδοξη παράδοση»[1]. Αυτό γράφει ο Ρενέ Γκενόν, συμφώνως προς τον οποίον «κάθε αυθεντική παράδοση είναι ουσιαστικώς μονοθεϊστική· χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή γλώσσα, κάθε αυθεντική παράδοση δηλώνει πρώτα από όλα την ενότητα της Υπέρτατης Αρχής, από την οποία όλα απορρέουν και από την οποία όλα εξαρτώνται πλήρως. Αυτή η κατάφαση, ιδιαιτέρως στην έκφραση που προσλαμβάνει στις παραδόσεις που έχουν θρησκευτική μορφή, αποτελεί τον αληθή μονοθεϊσμό»[2].

Συμφώνως προς αυτήν την αντίληψη, μία αυθεντική παραδοσιακή ιδέα δεν μπορεί να είναι πολυθεϊστική, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποδέχεται μία πολλαπλότητα αρχών θεωρούμενων ως απολύτως ανεξαρτήτων. Στην πραγματικότητα ο Γκενόν γράφει ότι ο πολυθεϊσμός είναι «συνέπεια της μη κατανοήσεως κάποιων παραδοσιακών αληθειών, συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις θεϊκές όψεις ή χαρακτηριστικά»[3], λέει επίσης ότι «αυτή η μη κατανόηση είναι πάντοτε πιθανή στην περίπτωση απομονωμένων και περισσότερο ή λιγότερο αναρίθμητων ατόμων, αλλά η γενίκευσή της, αντιστοιχούσα σε μία κατάσταση ακραίου εκφυλισμού μίας εξαφανιζόμενης παραδοσιακής μορφής, υπήρξε βεβαίως σπανιότερη από ότι νομίζει κάποιος»[4].

Επομένως, αν η νομιμότητα μίας παραδοσιακής ιδέας καθορίζεται αυστηρώς από την συνέπειά της προς την διδασκαλία της Ενότητος, ποιος είναι ο βαθμός εγκυρότητος των αρχαίων Ευρωπαϊκών παραδοσιακών μορφών, που χαρακτηρίζονται γενικώς από μία πολλαπλότητα θεοτήτων;

Καθώς δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα σε όλη του την έκταση, θα περιοριστώ να εξετάσω την Ελληνική κουλτούρα, η οποία είναι  τυπική λόγω της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών, γενικώς εχουσών μία ανθρωπομορφική όψη.

Είναι αλήθεια πως η πολυθεϊστική οπτική ξεπερνιέται από την φιλοσοφική σκέψη, η οποία άρχισε να ψάχνει μία ενοποιητική αρχή και κορυφώθηκε με την εξατομίκευση μίας causa causarum, ονομαζόμενης Υπέρτατο Αγαθό από τον Πλάτωνα, Κινούν Ακίνητο από τον Αριστοτέλη, Λόγος από τους Στωικούς. Στην Λατινική κουλτούρα αυτή η causa prima προσδιορίστηκε από τον Κικέρωνα ως as princeps deus, qui omnem mundum regit[5]. Παρόλα αυτά στην αρχαία Ελλάδα η κατάφαση της θεϊκής Ενότητος μπορεί να βρεθεί όχι μόνο στην φιλοσοφία, αλλά και αλλού.

Για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε τους Ολύμπιους θεούς να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς μερικοί από αυτούς ευνοούν τους Αχαιούς, κάποιοι τους Τρώες. Παρόλα αυτά, κάποια επεισόδια της Ιλιάδος υποδηλώνουν μία θέαση, που ανάγει την πολλαπλότητα των θεϊκών μορφών σε μία ανώτερη και υπερβατική ενοποιητική αρχή.

Για παράδειγμα, ένα εδάφιο της ραψωδίας Θ’ της Ιλιάδος είναι η αρχαιότερη μαρτυρία σχετικώς προς το επιχείρημα που εξετάζουμε. Το επεισόδιο είναι το ακόλουθο. Ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και απαγορεύει σε όλους να λάβουν μέρος στην μάχη. Ο Δίας όχι μόνο απειλεί ότι θα πετάξει τους παραβάτες στα βάθη του Ταρτάρου, αλλά επιδεικνύει επίσης την συντριπτική του ανωτερότητα ως προς όλους τους θεούς:

ε δ γε πειρσασθε θεο να εδετε πντες·
σειρν χρυσεην ξ ορανθεν κρεμσαντες
πντς τ ξπτεσθε θεο πσα τε θαιναι·
λλ οκ ν ρσαιτ ξ ορανθεν πεδον δ
Ζν πατον μστωρ, οδ ε μλα πολλ κμοιτε.
λλ τε δ κα γ πρφρων θλοιμι ρσσαι,
ατ κεν γαίῃ ρσαιμ ατ τε θαλσσ·
σειρν μν κεν πειτα περ ῥίον Ολμποιο
δησαμην, τ δ κ ατε μετορα πντα γνοιτο.
τσσον γ περ τ εμ θεν περ τ εμ νθρπων.[6]

(Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.
Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,
και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,
Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον
να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.
Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος
μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.
Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου
ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.
Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.)

Η ανωτερότητα της δύναμης του Διός προς την δύναμη όλων μαζί των θεών, συμβολίζει την ουσιαστική μηδαμινότητα της πολλαπλότητος των θεϊκών όντων εν’ όψει της ενότητος της αρχής.

Αλλά η δύναμη του ιδίου του Διός, που είναι υπέρτατη μπροστά σε  αυτήν των άλλων θεών, περιορίζεται από την άκαμπτη θέληση της Μοίρας. Η υποταγή του προσωπικού θεού σε αυτήν την απρόσωπη Θέληση, αναδύεται ξεκάθαρα από εκείνα τα εδάφια της Ιλιάδος, οπού ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων ζυγίζει τα πεπρωμένα των ανταγωνιζομένων μέσω ενός κοσμικού ζυγού, ο οποίος του αποκαλύπτει την ετυμηγορία της Μοίρας. Τα πιο σαφή από αυτά τα εδάφια βρίσκονται στις ραψωδίες Θ’ (στίχοι 69-75) και Χ’ (στίχοι 209-213): στο πρώτο ο Ζευς ζυγίζει τα συλλογικά πεπρωμένα των Τρώων και Αχαιών αγωνιζομένων, στο δεύτερο τα ατομικά πεπρωμένα του Αχιλλέως και του ‘Εκτορος. Παραθέτω από το δεύτερο απόσπασμα:

κα ττε δ χρσεια πατρ τταινε τλαντα,
ν δ τθει δο κρε τανηλεγος θαντοιο,
τν μν χιλλος, τν δ κτορος πποδμοιο,

λκε δ μσσα λαβν· ῥέπε δ κτορος ασιμον μαρ,
χετο δ ες Ἀΐδαο, λπεν δ Φοβος πλλων.[7]

(τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας
και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,
μοίραν εδώ του ιπποδαμαστή  Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.


Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα
ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.)

Ο Απόλλων εγκαταλείπει τον Έκτορα στην μοίρα του, η Αθηνά αναγγέλλει στον Αχιλλέα ότι η νίκη θα είναι δική του, ο Δίας απορρίπτει την πρόταση να σώσει την ζωή του Έκτορος. Όλοι οι θεοί υποτάσσουν τους εαυτούς τους στην θέληση μίας θεϊκής δυνάμεως που τους υπερβαίνει όλους.



Μία ανάλογη κατάφαση της υπέρτατης δυνάμεως του Διός είναι παρούσα στην πάροδο του Αγαμέμνονος του Αισχύλου, όπου ο χορός, αποτελούμενος από δώδεκα πρεσβυτέρους, αφού έχει μνημονεύσει την αρχή της εκστρατείας ενάντια στην πόλη του Πριάμου, απαγγέλει έναν ιεροπρεπή ύμνο:

Ζεύς, στις ποτ' στίν, ε τόδ' α
          τ φίλον κεκλημέν,
          τοτό νιν προσεννέπω.
          οκ χω προσεικάσαι
          πάντ' πισταθμώμενος
      πλν Διός, ε τ μάταν π φροντίδος χθος
          χρ βαλεν τητύμως.[8]

(Ο Δίας – όποιος και αν είναι – αν μ’ αυτό
τόνομα αρέση να καλήται,
μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω,
όλα στη στάθμη ταπεικάζω
κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο
για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,
μες απ τα στήθια
το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω)

Εφόσον ο Κάλχας έχει προβλέψει ότι το μίσος της Αρτέμιδος ενάντια στους Ατρείδες θα είναι τρομερό, ο χορός λέει πως για να εκμηδενίσεις το άγχος που προκαλείται από αυτήν την πρόβλεψη, είναι αναγκαίο να προσφύγεις στον Δία, μόνο στον Δία, διότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να είναι ίσα του.

Δίας είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται από τους Στωικούς, για να εκφράσει τον Λόγο που πλάθει το κάθε ον, δίνοντάς του ζωή και ψυχή. Μία έκφραση της Στωικής θρησκευτικότητος είναι ο Υμνός εις Δία, γραμμένος από τον Κλεάνθη από την Άξο (300-220 π.Χ.), ο οποίος αρχίζει εξυμνώντας τον Δία ως αρχή και κυρίαρχο όλων όσων υπάρχουν.

κύδιστ θανάτων, πολυώνυμε παγκρατς αε
Ζε φύσεως ρχηγέ, νόμου μετ πάντα κυβερνν,
χαρε·[9]

(Ενδοξότερε των αθανάτων, καλούμενε με πολλά ονόματα, παντοτινά παντοδύναμε
Ζευ αρχηγέ της φύσεως, που κυβερνάς τα πάντα με τον νόμο,
Χαίρε)

Ο Μαξ Πόλενζ γράφει ότι  όταν ο φιλόσοφος-ποιητής «εξυμνεί τον Δία, που καλείται με πολλά ονόματα, οι πιστοί καταλαβαίνουν ότι ο Δίας, ο Λόγος, η Φύσις, η Πρόνοια, η Ειμαρμένη είναι μόνο διαφορετικά ονόματα της μοναδικής παγκοσμίου Θεϊκής Κεφαλής».[10] 

Επίσης ο Άρατος από τους Σόλους (320-250) στην κατανυκτική αρχή των Φαινομένων του, δίνει το όνομα Δίας στην αρχή της κοσμικής εκδηλώσεως, νοούμενης ως πανταχού παρόντος πνεύματος:

κ Δις ρχμεσθα, τν οδποτ' νδρες ἐῶμεν
ρρητον. Μεστα δ Δις πσαι μν γυια,
πσαι δ' νθρπων γορα, μεστ δ θλασσα
κα λιμνες· πντη δ Δις κεχρμεθα πντες.[11]

(Ας αρχίσουμε από τον Δία, τον οποίο ποτέ δεν αφήνουμε αμνημόνευτο.
Γεμάτοι από τον Δία είναι όλοι οι δρόμοι,
όλες οι αγορές των ανθρώπων, γεμάτη η θάλασσα
και οι λιμένες· παντού είμαστε οι πάντες υπόχρεοι στον Δία.)

Διαφορετικά, στον Πλούταρχο η θεϊκή ενότητα και μοναδικότητα δεν συμβολίζεται από την μορφή του Διός, αλλά από τον Απόλλωνα. Στον διάλογο Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, οπού προτείνονται μερικές ερμηνείες του αλφαβητικού γράμματος Ε, το οποίο αναπαριστάται στην είσοδο του Δελφικού ναού του Απόλλωνος, η τελική εξήγηση δίνεται από τον δάσκαλο του Πλουτάρχου, Αμμόνιο: Το Ε αναγιγνωσκόμενο ως ει, συμπίπτει με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος ειμί· τότε σημαίνει «είσαι». Ειπωμένο προς τον θεό που προτρέπει τον άνθρωπο να γνωρίζει τον εαυτό του (η φράση γνθι σατόν ήταν σκαλισμένη στην πρόσοψη του ιερού), «είσαι» είναι μία αναγνώριση του Απόλλωνος ως Όντος.

οτως ον ατ δε σεβομένους σπάζεσθαι [κα] προσεθίζειν, 'ε', κα
ν Δία, ς νιοι τν παλαιν, 'ε ν'. ο γρ πολλ τ
θεόν στιν, ς μν καστος κ μυρίων διαφορν ν
πάθεσι γινομένων θροισμα παντοδαπν κα πανηγυρι-
κς μεμιγμένον. λλ' ν εναι δε τ ν, σπερ ν τ ν
(…) θεν ε κα τ πρτον χει τ θε τν νο-
μάτων κα τ δεύτερον κα τ τρίτον. πόλλων μν γρ
οον ρνούμενος τ πολλ κα τ πλθος ποφάσκων
στίν, ήιος δ' ς ες κα μόνος. Φοβον δ δήπου τ
καθαρν κα γνν ο παλαιο πν νόμαζον[12]

(Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε τον θεό: είσαι. Και μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά , όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα πανηγυρικό ανακάτεμα. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον (…) Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που έδιναν οι παλαιοί σε κάθε τι καθαρό και αγνό)

Ακολουθώντας την ερμηνευτική μέθοδο που βασίζεται στο συμβολικό νόημα των στοιχείων που συναποτελούν μία λέξη, ο Πλούταρχος βρίσκει πως το όνομα Απόλλων μπορεί να γίνει κατανοητό ως συντιθέμενο από ένα στερητικό –α και το θέμα πολύς, πολύ, επομένως «χωρίς πολλαπλότητα». Παρομοίως το όνομα του Απόλλωνος Ιήιος , συσχετίζεται προς την λέξη είς, «ένας», ενώ  η προσφώνηση Φοίβος συνδεόμενη ετυμολογικώς με το φάος, «φως», σημαίνει «φωτεινός, αγνός» και συνεπώς «δίχως προσμείξεις». Για αυτό το θεϊκό πρόσωπο του Απόλλωνος είναι η μία και μοναδική αρχή της παγκοσμίου εκδηλώσεως, είναι ο Υπέρτατος Εαυτός όλων όσων υπάρχουν.

Στα ίχνη το Πλουτάρχου, ο Νουμήνιος από την Απάμεια (2ος αιώνας) ερμηνεύει το επίθετο του Απόλλωνος, Δέλφιος, ως μία αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει ένας και μόνος (unus et solus)[13].

Στον «ηλιακό μονοθεϊσμό» που υπό τον Αυρηλιανό (274 μ.Χ.) γίνεται επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Απόλλων ταυτίζεται με τον Ήλιο, του οποίου το λατινικό όνομα Sol θυμίζει το επίθετο solus (μόνος). Την εποχή του Κωνσταντίνου, οι μορφές του ηλιακού θεού – Απόλλων και Sol Invictus – ξεχωρίζουν στα νομίσματα και στα ανάγλυφα της θριαμβευτικής αψίδος.

Γνωρίζουμε πως στην Αυτοκρατορία, ο ηλιακός μονοθεϊσμός ήταν επιτυχημένος επίσης χάρη στον ρόλο μίας ηλιακής λατρείας, που ήταν ευρέως διαδεδομένη ανάμεσα στους λαούς της Ανατολικής Μεσογειακής ακτής, ιδιαίτερα στην Συρία. Καθαρμένη από εκείνα τα στοιχεία τα οποία η Ρωμαϊκή νοοτροπία δεν μπορούσε να αποδεχτεί, η λατρεία του αποκαλούμενου «ηλιακού θεού από την Έμεσα», γεννημένη ανάμεσα στους νομαδικούς πληθυσμούς της προισλαμικής Αραβίας, έγινε μία Ρωμαϊκή Κρατική λατρεία, κατά τρόπο που ο θεός Ήλιος ταυτιζόταν με τον Καπιτωλίνο Ιούπιτερ και τον Απόλλωνα. Πιθανώς αυτό το γεγονός, το οποίο ο Ρενέ Γκενόν θα μπορούσε να το προσδιορίσει ως «προνοιακή παρέμβαση» της Ανατολής προς όφελος της Ρώμης, μπόρεσε να συμβεί, διότι η ηλιακή λατρεία της ύστερης αρχαιότητος αντιπροσώπευε την επανεμφάνιση μίας κοινής αρχεγόνου κληρονομιάς.

Όσον αφορά το νόημα του ηλιακού συμβολισμού, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε από τον Ρενέ Γκενόν:

«Ο ήλιος (…) είναι το κατεξοχήν σύμβολο της μοναδικής Αρχής (Allahu Ahad): το αναγκαίο Ον, το μόνο που είναι επαρκές ως προς τον εαυτό του, μέσω της απολύτου πληρότητός του (Allah as-Samad)· από αυτό εξαρτώνται ολοκληρωτικώς η ύπαρξη και η υπόσταση όλων των πραγμάτων, που χωρίς Αυτό δεν θα ήταν τίποτα απολύτως. Για αυτό ο μονοθεϊσμός – αν μπορούμε να μεταφράσουμε το «Et-Tawhid» με αυτήν την λέξη, η οποία περιορίζει το νόημά του και προτείνει μία σχεδόν αποκλειστικώς θρησκευτική θεώρηση – έχει ουσιαστικώς έναν ηλιακό χαρακτήρα. (…) Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς μία πιο αληθινή εικόνα της Ενότητος, η οποία εκδηλώνεται μέσω της πολλαπλότητος, χωρίς να παύει να είναι ο εαυτός της και χωρίς να επηρεάζεται από την πολλαπλότητα, και προφανώς ανάγει στον εαυτό της την πολλαπλότητα· αυτή η τελευταία δεν υπήρχε ποτέ πραγματικά, εφόσον τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την Αρχή, στην οποία τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί και από την οποία τίποτε δεν μπορεί να εξαχθεί, καθώς Αυτή αντιπροσωπεύει την αδιαίρετη ολότητα της Μοναδικής Υπάρξεως»[14].

Η διδασκαλία του επονομαζόμενου «ηλιακού μονοθεϊσμού», συμφώνως προς την οποία ο Ήλιος είναι μία υπόσταση της Αρχής, ενώ οι διάφορες θεότητες του Ελληνο-Ρωμαϊκού πανθέου είναι μόνον ιδιαίτερες και συγκεκριμένες όψεις αυτού, έχει εκτεθεί από τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό στον λόγο του που τιτλοφορείται «Ύμνος εις τον Βασιλέα Ήλιον». Ο Ιουλιανός παραθέτει ένα εδάφιο από την Πολιτεία του Πλάτωνος (380 π.Χ.), στο οποίο λέγεται ότι η λειτουργία του Ηλίου στον αισθητό και ορατό κόσμο είναι παρόμοια με εκείνη του Υπέρτατου Αγαθού - υπερβατικής πηγής αυτού που είναι - στον νοητό κόσμο. Με άλλα λόγια: ο ημερήσιος αστέρας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αντανάκλαση εκείνου του μεταφυσικού Ήλιου, ο οποίος φωτίζει και γονιμοποιεί τον κόσμο των αρχετυπικών ουσιών, των Πλατωνικών Ιδεών. Για να το πούμε όπως και ο Ιούλιος Έβολα: «ο Ήλιος* είναι ο Ήλιος , όχι ως ένας θεοποιημένος φυσικός αστέρας, αλλά ως ένα σύμβολο μεταφυσικού φωτός και δυνάμεως υπό μία υπερβατική έννοια»[15].

Ανάμεσα στον νοητό κόσμο του καθαρού Όντος και τον κόσμο των σωματικών μορφών που είναι αντιληπτές από το μάτι και τις άλλες αισθήσεις, υπάρχει ένας άλλος, ενδιάμεσος κόσμος, προσδιοριζόμενος ως «νοερός» (νοερός*), δηλαδή προικισμένος με διάνοια.

Παρεπιπτόντως, ενθυμούμαι πως ο μουσουλμάνος θεοσοφιστής Μαχμούντ Κοτμποντίν Σιραζί (1237-1311) συνοψίζει την διδασκαλία των τριών κόσμων, λέγοντας πως ο Πλάτων και οι άλλοι σοφοί της αρχαίας Ελλάδος «βεβαίωναν περί της υπάρξεως ενός διπλού σύμπαντος: από την μία πλευρά το σύμπαν του καθαρώς υπεραισθητού, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο της Θεϊκής Κεφαλής και τον κόσμο των αγγελικών Διανοιών, από την άλλη πλευρά ο κόσμος των ουρανίων Σφαιρών και των Στοιχείων· ανάμεσα στους δύο, ο κόσμος των αρχετυπικών Ιδεών»[16].

Όντας υπόσταση της υπερτάτου Αρχής («υιός του Ενός») στο κέντρο του ενδιαμέσου κόσμου, ο Ήλιος εκπληρώνει μία συντονιστική και ενοποιητική λειτουργία σχετικώς προς τις νοητικές και δημιουργικές αιτίες, καθώς συμμετέχει στη ενότητα της υπερβατικής Αρχής και στη συγκυριακή πολλαπλότητα της φαινομενικής εκδηλώσεως. Επομένως η θέση του είναι τελείως κεντρική και δικαιολογεί τον τίτλο του Βασιλέως που αποδίδεται στον Ήλιο. Με θεολογικούς όρους: όλοι οι θεοί εξαρτώνται από το φως του Ηλίου, του μόνου όντος που δεν υπόκειται στην περιοριστική αναγκαιότητα (ανάγκη*) του Διός, με τον οποίο ταυτίζεται.

Στα ίχνη του Ανρί Κορμπέν, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τους «επονομαζόμενους ύστερους Νεοπλατωνικούς» (επομένως επίσης τον αυτοκράτορα Ιουλιανό) ανάμεσα στους κορανικούς Λαούς της Γραφής[17], ένας Ιταλός μελετητής έχει προτείνει, πως ο Ήλιος «αντιστοιχεί σε αυτό που στο Ισλάμ ονομάζεται an-nϋr min amri-Leah, το φως που απορρέει από την θεϊκή τάξη», έτσι που ο θεός «δεν είναι τίποτα παρά η κόγχη των φώτων από την οποία (…) εξάγεται κάθε γνώση»[18].

 

 Μετά από αυτό, ο Ιουλιανός εξετάζει τις δυνάμεις (δυνάμειαι*) και της ενέργειες (ενέργειαι*) του Ηλίου, δηλαδή, τις δυνατότητες και τις ενέργειές του αντιστοίχως, σε σχέση με τους τρεις κόσμους. Η πιο αξιοπρόσεκτη πλευρά αυτού του μέρους του Ύμνου συνίσταται στην προσπάθεια αναγωγής της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών σε μία μοναδική Αρχή, αντιπροσωπευόμενη από τον Ήλιο, έτσι ώστε διαφορετικές θεϊκές μορφές να εμφανίζονται ως όψεις του, ως Ονόματα αντιστοιχούντα στις  αναρίθμητες ποιότητές του. Μία παρόμοια διδασκαλία έχει εκτεθεί από τον Διογένη Λαέρτιο, ο οποίος ερμήνευε τον Δία, την Αθηνά, τον Ήφαιστο, τον Ποσειδώνα, την Δήμητρα, ως ονομασίες αντιστοιχούσες στους «τρόπους δυνάμεως» του μοναδικού Θεού[19].

Τότε ο Ήλιος κατέχει την δημιουργική δύναμη του Διός, από τον οποίο δεν είναι πολύ διαφορετικός. Η Αθηνά Προνοία στην ολότητά της, έχει ξεπηδήσει από την ολότητα του Ηλίου. Όντας η τέλεια νόηση του Ηλίου, ενώνει του θεούς που είναι γύρω του και εγκαθιστά την ένωση με αυτόν. Η Αφροδίτη αντιπροσωπεύει την συνένωση των ουρανίων θεών, τον έρωτα και την αρμονία που χαρακτηρίζουν την ουσιαστική ενότητά τους.

Το τελευταίο μέρος του Ύμνου απαριθμεί τα δώρα και τις ευλογίες που απονέμονται από τον ήλιο στη ανθρωπότητα, η οποία προέρχεται από αυτόν και συντηρείται από αυτόν. Ο Ήλιος δίνει κάθε επιστήμη, εμπνευστής του Απόλλωνος, του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και της Αθηνάς, είναι ο νομοθέτης της κοινότητος· τελικώς είναι αυτός, ο Ήλιος, ο αληθινός ιδρυτής και προστάτης της Ρώμης. Στον Ήλιο, τον δημιουργό της αθανάτου ψυχής του, απευθύνει ο Ιουλιανός την προσευχή του. Ζητά από τον θεό να δώσει αθάνατη ζωή στην Ρώμη, ταυτίζοντας «την ευημερία της Αυτοκρατορίας όχι μόνο με την προσωπική του αποστολή στην γη, αλλά και με την πνευματική του σωτηρία»[20].

Η ομιλία σφραγίζεται με μία προσευχή προς τον Ήλιο, η τρίτη που περιέχεται στον ύμνο: Είθε ο Θεός του σύμπαντος να παραχωρήσει στον αφοσιωμένο υπηρέτη του μία ενάρετη ζωή και μία καλύτερη γνώση, και την ύστατη ώρα, να τον αφήσει να ανέλθει προς Αυτόν.

Ο «Ύμνος εις Βασιλέα Ήλιον» αφιερώνεται από τον Ιουλιανό στον Σαλλούστιο, ο οποίος στην πραγματεία του «Περί των Θεών και του Κόσμου»  δηλώνει ξεκάθαρα την διδασκαλία της Ενότητος με τους ακόλουθους όρους: «Τν πρώτην ατίαν μίαν τε εναι προσήκει, παντς γρ πλήθους γεται μονάς, δυνάμει τε κα γαθότητι πάντα νικ· κα δι τοτο πάντα μετέχειν κείνης νάγκη, οδν γρ ατν λλο κωλύσει δι τν δύναμιν, οδ αυτνφέξει δι' γαθότητα.»[21] (Η πρώτη αιτία πρέπει να είναι μία, διότι η ενότητα προηγείται της πολλαπλότητος και είναι ανώτερη · και για αυτό αναγκαστικώς  κάθετί συμμετέχει σε αυτήν, διότι εξαιτίας της δυνάμεώς της τίποτε δεν θα την εμποδίσει, ούτε θα την μετακινήσει,  εξαιτίας της αγαθότητός της)

Εξεταζόμενη υπό της ιστορικής απόψεως, η ηλιακή θεολογία του Ιουλιανού τοποθετείται σε μία ώριμη φάση του Νεοπλατωνισμού, μία φάση στην οποία τα θεμέλια της διδασκαλίας αυτής της σχολής έχουν ήδη παγιωθεί. Ο ιδρυτής της σχολής ο Πλωτίνος (204-270) είχε υποδείξει το Εν ως τη αρχή του όντος και ως το κέντρο της παγκοσμίου δυνατότητος, ενώ ο διάδοχός του Πορφύριος από την Τύρο (233-305) είχε αφιερώσει στην ηλιακή θεολογία την πραγματεία του «Περί Ηλίου»[22]. Αυτό το κείμενο έχει χαθεί, παρατίθενται όμως μέρη του στα «Σατουρνάλια», όπου ο Μακρόβιος συσχετίζοντας τον Απόλλωνα, τον Λίμπερ, τον Μαρς, τον Μερκούριους, τον Σάτουρν, τον Ιούπιτερ προς την ηλιακή αρχή, λέει πως συμφώνως προς τον Πορφύριο «η Μινέρβα είναι η δύναμη του Ήλιου και δίνει σωφροσύνη στα ανθρώπινα μυαλά»[23]. Στην πραγματεία «Περί της φιλοσοφίας των χρησμών»[24], ο Πορφύριος έχει παραθέσει μία Απολλώνια απάντηση, συμφώνως προς την οποία υπάρχει μόνο ένας θεός, ο Αιών* (Αιωνιότητα), ενώ οι άλλοι θεοί δεν είναι παρά άγγελοί του.

 

Μετά τον Ιουλιανό είναι δυνατό να ακολουθήσουμε την ηλιακή παράδοση ως τον Πρόκλο (410-485), συγγραφέα ενός Ύμνου εις Ήλιον στον οποίο γίνεται επίκληση του θεού ως «βασιλιά του νοερού πυρός» (πυρός νοερού βασιλεύ) και «εικόνας του θεού, γεννήτωρος των πάντων»[25], (εικών παγγενέταο θεού), δηλαδή ως θεοφάνειας του Υπέρτατου Θεού. Όσον αφορά την πολλαπλότητα των θεών, ο Πρόκλος την συσχετίζει με το Έν· και το Εν είναι Θεός διότι, επιχειρηματολογεί, το Αγαθό και το Εν είναι το ίδιο και το Αγαθό είναι Θεός[26]. Έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί ο Ανρί Κορμπέν συνιστούσε την αντιπαραβολή ανάμεσα στην θεολογία του Πρόκλου και τις διδασκαλίες του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του Ιμπν Αραμπί. Γράφει «Συγκεκριμένα θα ήταν πολύ εποικοδομητική, μία εις βάθος σύγκριση ανάμεσα στην θεωρία των θεϊκών Ονομάτων και αυτής των θεοφανειών που είναι θεϊκοί Κύριοι. Εννοώ έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον Ιμπν Αραμπί από την μία (το άφατον του Θεού, οποίος είναι ο Κύριος των Κυρίων, και οι θεοφάνειες που αντιστοιχούν στην ιεραρχία των Θεϊκών Ονομάτων) και στον Πρόκλο από την άλλη πλευρά (η ιεραρχία έχουσα την προέλευσή της στην ενάδα των ενάδων και εκδηλούμενη μέσω όλων των βαθμών των ιεραρχιών του Όντος.[27]

«Η τελευταία μαρτυρία του ηλιακού συγκρητισμού στην Δύση»[28], χάρει στον Μαρτιανό Καπέλλα έναν σύγχρονο του Πρόκλου, είναι η προσευχή της Φιλολογίας προς τον Ήλιο[29], «ένα σημαντικό τεκμήριο της «ηλιακής θεολογίας» του ύστερου Νεοπλατωνισμού»[30]. Αυτή είναι η τελευταία μαρτυρία, διότι μετά το 531 όταν ο τελευταίος σχολάρχης της Σχολής των Αθηνών Δαμάσκιος (470-544) και άλλοι Νεοπλατωνικοί διέφυγαν στην Περσία, η ηλιακή παράδοση συνέχισε να υπάρχει στα ίδια μέρη από τα οποία η μιθραϊκή λατρεία είχε διαδοθεί στην Ευρώπη.

Κατά την γνώμη του Φραντζ Αλτχάιμ, η ηλιακή θεολογία που αναπτύχθηκε από τους Νεοπλατωνικούς, είχε στενή σχέση με τον ισλαμικό μονοθεϊσμό. «Το μήνυμα του Μωάμεθ  - γράφει – είχε το κεντρικό του σημείο στην ιδέα της Ενότητος και απέκλειε πως η Θεϊκή Κεφαλή μπορούσε να έχει «εταίρο»· έτσι ακολούθησε τα βήματα των προηγηθέντων νεοπλατωνικών και μονοφυσιτών συμπατριωτών του. Ο θρησκευτικός ενθουσιασμός του Προφήτου επέτυχε στο να επιβεβαιώσει με ενταθείσα δύναμη, την ιδέα την οποία είχαν εμψυχώσει άλλοι πριν από αυτόν»[31].

*Ελληνικά στο πρωτότυπο (ΣτΜ)


[1] R. Guenon, Aperçus sur l'ésotérisme islamique et le taoïsme, Gallimard, Paris,(1973), σελ.38
[2] R. Guenon, Monotheisme et angelologie, Études Traditionnelles, n. 255 Οκτ.-Νοεμ. 1946
[3] Ibidem
[4] Ibidem
[5] Princeps deus, qui omnem mundum regit” (Cicero, Somnium Scipionis, 3).
[6] Όμηρος, Ιλιάδα, Θ, 18-27
[7] Όμηρος, Ιλιάδα, Χ, 209-213
[8] Αισχύλος, Αγαμέμνων, 160-166
[9] Κλεάνθης, Ύμνος εις Δία
[10] M. Pohlenz, La Stoa. Storia di un movimento spirituale, La Nuova Italia, Φιρέντζε 1967, I, σελ. 218
[11] Άρατος, Φαινόμενα, 1-4
[12] Πλούταρχος, Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, 393 b-c
[13] "Apollona Delphion vocant, quod (...), ut Numenio placet, quasi unum et solum. Ait enim prisca Graecorum lingua dιlphon unum vocari" (Macrobius, Saturnalia, I, 17, 65).
[14] R. Guenon, Et-Tawhid, "Le Voile d'Isis", Ιούλιος 1930
[15] J. Evola, Ricognizioni. Uomini e problemi, Edizioni Mediterranee, Ρώμη 1974, σελ. 140.

[16] H. Corbin, Corpo spirituale e Terra celeste. Dall'Iran mazdeo all'Iran sciita, Adelphi, Μιλάνο 1986, σελ. 140.
[17] H. Corbin, Il paradosso del monoteismo, Marietti, Casale Monferrato 1986, σελ. 70.
[18] R. Billi, L'Asino e il Leone. Metafisica e Politica nell'opera dell'Imperatore Giuliano, Πανεπιστήμιο της Πάρμα, 1989-1990, σελ. 79-80.

[19] Διογένης Λαέρτιος, VII, 147 (Stoicorum Veterum Fragmenta, II, fr. 1021).
[20] M. Mazza, Filosofia religiosa ed "Imperium" in Giuliano, in: B. Gentili (ed.), Giuliano Imperatore, QuattroVenti, Urbino 1986, σελ. 90.
[21] Sallustio, Sugli dei e il mondo, επιμ. C. Mutti, Edizioni di Ar, 2η εκδ., Πάντοβα 1993, σελ. 27-28.

[22] Η πραγματεία του Πορφυρίου  παρατίθεται  από τον Σέρβιο (Σχόλια στις Εκλογές, V, 66) και πρέπει μάλλον να ταυτιστεί με τη πραγματεία Περι των θεϊκών ονομάτων. Είναι επίσης πιθανόν ότι ήταν ένα μέρος της Φιλοσοφίας των χρησμών. Cfr. G. Heuten, Le "Soleil" de Porphyre, in Melanges F. Cumont, I, Bruxelles 1936, σελ. 253 ff.
[23] "et Porphyrius testatur Minervam esse virtutem Solis quae humanis mentibus prudentiam subministrat" (Macrobius, Saturnalia, I, 17, 70).
[24] G. Wolff (επιμ.), Porphyrii de philosophia ex oraculis haurienda librorum reliquiae, Springer, Βερολίνο 1866.

[25] Πρόκλος, Ύμνοι, επιμ. D. Giordano, Fussi-Sansoni, Φιρέντζε 1957, σελ. 20-25.
[26] Πρόκλος,, Στοιχείωσις Θεολογικ, Edizioni all’insegna del Veltro, Πάρμα 1983, σελ. 94-95.

[27] H. Corbin, Il paradosso del monoteismo, σελ. 8.
[28] R. Turcan, Martianus Capella et Jamblique, "Revue des Ιtudes Latins", 36, 1958, σελ. 249.

[29] Martian Capella, De nuptiis, II, 185-193.
[30] L. Lenaz, Εισαγωγή στο: Martiani Capellae De nuptiis Philologiae et Mercurii liber secundus, Liviana, Πάντοβα 1975, σελ. 46.

[31] F. Altheim, Deus invictus. Le religioni e la fine del mondo antico, Edizioni Mediterranee, Ρώμη 2007, σελ. 115-116.



Μετάφραση – Απόδοση : Τήμενος

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Φεμινισμός και Εθνικοσοσιαλισμός

Απόσπασμα από το βιβλίο Gold in Furnace της Savitri Devi.



Ακόμα μια ιδιαίτερης σημασίας πτυχή της Εθνικοσοσιαλιστικής μας εκπαιδεύσεως (αλλά και ολόκληρης της βιοθεωρίας μας) είναι η απόλυτη αντίθεση στον ολέθριο «φεμινισμό» της εποχής μας – σ’ αυτό το προϊόν της παρακμής, η επιρροή του οποίου το μόνο που προκαλεί είναι τον περαιτέρω υποβιβασμό της φυλής.
Απεχθανόμαστε την θεωρία της «ισότητος» των φύλων, η οποία επιβλήθηκε στον Δυτικό κόσμο τόσο αδιάντροπα μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτα απ’ όλα, είναι παραλογισμός• τα αρσενικά και τα θηλυκά του ίδιου έμβιου είδους, προικισμένα από την Φύση με συμπληρωματικές ιδιότητες για την εκπλήρωση των στενώς συνδεδεμένων πεπρωμένων τους, δεν δύναται να είναι ίσα. Είναι διαφορετικά, και δεν δύναται να είναι τίποτε άλλο παρά διαφορετικά, όσο κι αν κανείς προσπαθήσει να τους εκπαιδεύσει με τον ίδιο τρόπο και να τους επιβάλει να ασχοληθούν με το ίδιο έργο. Ο «φεμινισμός» δεν συνιστά παρά μια φαύλη θεωρία• καθώς ο μόνος τρόπος, όχι να γίνουν τα δύο φύλα ίσα – μιας κι αυτό είναι αδύνατον -, αλλά να τους εξαναγκάσει κανείς, εκών-άκων, να διαμορφωθούν οι ίδιοι και ο τρόπος ζωής τους από το ίδιο τεχνητό καλούπι, είναι να κλέψουν την θηλυκότητα από την γυναίκα και την αρρενωπότητα από τον άνδρα, εκφυλίζοντάς τους και τους δύο και διαφθείροντας την φυλή.
Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν, και πάντοτε υπήρχαν, μεμονωμένες περιπτώσεις γυναικών οι οποίες επιτύγχαναν περισσότερο σε ανδροκρατούμενους τομείς παρά στον τομέα της μητρότητος, ή κατάφερναν να τα συνδυάσουν και τα δύο. Αλλά τέτοιου είδους εξαιρέσεις δεν χρειάζονται τον «φεμινισμό» προκειμένου να κατοχυρώσουν την ιδιαίτερη θέση την οποία η Φύση, χάρι στην αγάπη της για την διαφορετικότητα, τους προσέφερε. Περίπου στα 3 200 π.Χ., η Azag-Bau, μια νεαρή έμπορος κρασιού, κατάφερε να ανελιχθεί τόσο πολύ ώστε να γίνει η ιδρυτής της 4ης Δυναστείας των Kish. Εκείνη την εποχή, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου – ούτε κι άνδρες βέβαια – ούτε στην Σουμερία ούτε σε καμία άλλη οργανωμένη κοινωνία. Και φυσικά δεν ανταγωνίζονταν τους άνδρες σε όλους ή σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής, όπως συμβαίνει στην σύγχρονη Βρετανία και στην Αμερική.
Όλως περιέργως, οι πιο φανατικές φεμινίστριες είναι, κατά κανόνα, αυτές στις οποίες ελλείπουν οι ανδρικές αρετές. Όπως σημειώνει κι ο Νίτσε, οι επιδέξιες γυναίκες δεν είναι φεμινίστριες. Από την αρχαιότερη Azag-Bau, ή την βασίλισσα Tiy της Αιγύπτου ή την Αγριππίνα ή την πιο σύγχρονη, λιγότερο γνωστή αλλά ιδιαίτερα γοητευτική κι ισχυρή προσωπικότητα της Μογγολικής ιστορίας, Ai Yuruk, η οποία πέρασε την ζωή της καλπάζοντας μαζί με τον πατέρα της Kaidu (απόγονο του Genghis Khan) προασπιζόμενη τα βοσκοτόπια της Κεντρικής Ασίας για πάνω από 40 χρόνια, όλες θα ξεσπούσαν σε γέλια αν μάθαιναν για το κίνημα της «χειραφετήσεως των γυναικών» και τις συνεπαγόμενες αυτού ανοησίες – στην ουσία θα γελούσαν με όλους τους τυπικούς δημοκρατικούς θεσμούς τους οποίους τόσο θαυμάζει η παρηκμασμένη μας κοινωνία.
Αυτές οι εξαιρέσεις, όμως, δεν έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη εκπαίδευση• κι αν ακόμα την χρειαστούν, φροντίζουν να εκπαιδευτούν μόνες τους. Η δική μας Εθνικοσοσιαλιστική Εκπαίδευση για την τωρινή και την μελλοντική ευημερία μιας υγιούς κοινότητος, ήταν – και θα είναι, όταν έρθει η ώρα να ενισχυθεί εκ νέου – θεμελιωμένη στο δεδομένο ότι τα δύο φύλα έχουν τελείως διαφορετική θέση στην εθνική ζωή, κι εν συνεπεία χρειάζονται μια εντελώς διαφορετική εκπαίδευση• αυτή η εκπαίδευση για τα κορίτσια οφείλει να θέτει ως πρωταρχικό σκοπό την μητρότητα (Mein Kampf).
Δεν εξαναγκάζαμε κάθε γυναίκα να γίνει μητέρα• παρείχαμε, ωστόσο, σε κάθε Άρια υγιή γυναίκα την απαραίτητη εκπαίδευση και κάθε είδους δυνατότητα ώστε να γίνει μια άξια μητέρα, αν ενδιαφερόταν. Τα κορίτσια διδάσκονταν ότι η μητρότητα αποτελεί την πραγμάτωση του εθνικού τους καθήκοντος και παράλληλα τιμή για τις ίδιες• σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βάρος. Μάθαιναν να θαυμάζουν την ισχύ των ανδρών και να αναζητούν τον τελειότερο στρατιώτη ως τον ιδανικό σύντροφο – όπως είναι φυσικό και ενστικτώδες. Επιπλέον, δεν εδύνατο οποιαδήποτε γυναίκα να νυμφευτεί οποιονδήποτε άνδρα, ακόμα και μέσα στο Κόμμα. Όσο σπουδαιότερα ήσαν τα προσόντα του άνδρα, τόσο σπουδαία όφειλε να είναι κι η γυναίκα. Για παράδειγμα, μια κοπέλα που επιθυμούσε να γίνει σύζυγος ενός στρατιώτη των SS – μεγάλη τιμή – έπρεπε όχι μόνο να αποδείξει την ανόθευτη Άρια καταγωγή της (όπως άλλωστε κάθε Γερμανός πολίτης σε ηλικία γάμου), αλλά παράλληλα να προσκομίσει δίπλωμα με το οποίο βεβαιωνόταν ότι κατείχε γνώσεις μαγειρικής, ραπτικής, οικοκυρικής, φροντίδος και διαπαιδαγωγήσεως των τέκνων, κ.α.• με μία λέξη, ότι εξετάστηκε και κρίθηκε κατάλληλη να γίνει μια πετυχημένη σύζυγος.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι τα κορίτσια σε μια Εθνικοσοσιαλιστική Πολιτεία δεν θα διδάσκονται τίποτε άλλο παρά οικιακή οικονομία και παιδική πρόνοια. Στην Νέα Γερμανία, παρακολουθούσαν κι αυτά την γενική εκπαίδευση. Το 20ο Σημείο του Προγράμματος του Κόμματος, το οποίο τονίζει, εκτός των άλλων, ότι «η κατανόηση του πνεύματος της Πολιτείας (πολιτειακή γνώση) οφείλει να επιδιώκει, μέσω της σχολικής διδασκαλίας, την πρώτη αφύπνιση της νοημοσύνης», αναφέρεται τόσο στην μόρφωση των κοριτσιών όσο και των αγοριών.
Σπάνια υπήρξε, από την πλευρά ενός κράτους, τέτοιου είδους ειλικρινής και σοβαρή προσπάθεια να παρασχεθούν οι μέγιστες δυνατότητες για εξέλιξη και πρόοδο σε κάθε παιδί. «Απαιτούμε την μόρφωση των χαρισματικών παιδιών φτωχών οικογενειών, ανεξαρτήτως τάξεως κι επαγγέλματος (των γονέων), με έξοδα της Πολιτείας», δήλωσε ο Führer, ξανά στο ίδιο Σημείο του Προγράμματος. Και κράτησε τον λόγο του δίνοντας στον Γερμανικό λαό – τόσο σ’ αυτόν τον τομέα όσο και σε άλλους - πολύ περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί, πράγμα που ακόμα κι οι εχθροί του παραδέχονται. 

Μετάφραση-Απόδοση : Τίσις