Αντιλαμβανόμαστε την βιοθεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ως έναν προορισμό στον οποίο συνεχώς τείνουμε δίχως να είναι δυνατόν ποτέ να θεωρήσουμε πως έχουμε φθάσει. Η αίσθηση της «ολοκληρώσεως» θα αποτελούσε ασυναίσθητη προδοτική διαφυγή και παραίτηση από την συνεχή πάλη. Η ατέρμονη αυτή έλξη του εθνικοσοσιαλισμού προς τα βαθύτερα αιώνια αρχέτυπα, τα υψηλότερα ιδανικά και την λαμπρότερη αρετή είναι η ζωοδόχος πηγή – γεννήτωρ των ικανών και αναγκαίων κινήσεων δια την υπερνίκηση πάσης φύσεως αδρανειακών δυνάμεων. Αυτή η «κίνηση» λαμβάνει χώρα σε όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης υπάρξεως και όχι σε μεμονωμένα επίπεδα.
Ένα από τα κομβικά σημεία της «κινήσεως» αυτής , δίχως να είναι το μοναδικό φυσικά, είναι η εργασία. Η εργασία, που περισσότερος λόγος γίνεται για εκείνην από όσους δεν την έχουν γνωρίσει, πλάθει και επηρεάζει καταλυτικά με την σύμπραξη της διαστάσεως του χρόνου τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Σκοπίμως σήμερα βιώνουμε όχι μόνο την τραγικότητα της μη υπάρξεως στοιχειωδών θέσεων εργασίας, αλλά και την εικοσαετή αυτοκτονική για το ελληνικό έθνος απαξίωση δεκάδων επαγγελμάτων τα οποία σήμερα βρίσκονται υπό την κυριότητα μεταναστών. Επιπρόσθετα, η εργασία κατακρημνίσθηκε στα βάραθρα της εκμεταλλεύσεως και της κερδοσκοπίας αποξενωμένη πλήρως από κάθε ίχνος κοινωνισμού. Το έθνος των στρατιωτών, των επιστημόνων, των εργατών και των φιλοσόφων έχει μετατραπεί σε μία μάζα εισοδηματιών, πολιτικάντηδων, συνδικαλιστών, «προέδρων» και «αρχηγών», κερδοσκόπων, τοκογλύφων και τεμπέληδων. Πραγματοποιήθηκε ένας κατακλυσμός εμφανίσεως εμπόρων ενώ ταυτοχρόνως οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες εξαφανίζονται. Καθείς αναζητά έναν τρόπο απλώς να διακινεί υλικά και προϊόντα, δίχως να παράγει κανένα έργο. Ο σύγχρονος κάτοικος του ελλαδικού χώρου αγωνιά να κατέχει μία περιουσία την οποία θα νοικιάζει ή θα πουλάει. Αγωνιά όχι να δημιουργήσει, αλλά να κληρονομήσει. Μερικά χωράφια, μερικά ακίνητα, μερικά μετρητά και κάποιες συντάξεις θα συνθέσουν την απαραίτητη οικονομική δύναμη που θα του εξασφαλίσει την «περηφάνια» του. Επίσης, οι πολιτικές διασυνδέσεις της οικογενείας θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την «ένδοξη» πορεία του. Η ένδυση και τα υλικά αγαθά καλούνται να εξευγενίσουν αισθητικά τις σαπισμένες ζωές, τα πλαδαρά κορμιά, τα βουβαλίσια βλέμματα και την ανυπολόγιστη ηλιθιότητα. Ποιος εθνικισμός να καρποφορήσει σε εδάφη που δεν υφίσταται πια έθνος και ποιος σοσιαλισμός θα προσεγγιστεί από εισοδηματίες;
Η αλληλεγγύη μας σε όσους πραγματικά στερούνται το δικαίωμα της εργασίας αποτελεί πρωτευούσης σημασίας θεμέλιο στην αντιδραστικότητά μας απέναντι στην οκνηρία. Η επιστημονική κατάρτιση, η μόρφωση, η εργατικότητα και η ευρύτερη διαμόρφωση της προσωπικότητας δεν αποτελούν μεμονωμένους αυτοσκοπούς. Συγκλίνουν όλα μαζί, προς την διαμόρφωση των προσωπικοτήτων εκείνων που θα συνθέτουν μία νέα εθνοφυλετική κοινότητα. Εκείνοι οι οποίοι αναζητούν την φυγή από την εργασία, την εκμετάλλευση ομοίων ή συμβιβάζονται με τα πεπραγμένα των προηγουμένων γενεών αποτελούν αδρανειακής φύσεως χαρακτήρες για το ευρύτερο σύγχρονο εθνικοσοσιαλιστικό οικοδόμημα, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς. Ο εργαζόμενος σύντροφός μας, αποτελεί έναν εν ενεργεία πολεμιστή ο οποίος μάχεται σε παράλληλα μέτωπα. Να μην «αφοπλιστεί», να «οικοδομήσει» και να κατασταλάξει ο μόχθος στην αξιοπρέπεια και τον χαρακτήρα του. Ο άνεργος σύντροφός μας ο οποίος αναζητά συνεχώς ένα πεδίο αναδείξεως και διεύρυνσης των ικανοτήτων του αποτελεί έναν «αφοπλισμένο» από τον καπιταλισμό «στρατιώτη» του έθνους και της φυλής μας. Ισορροπώντας στα λεπτά νήματα μιας ουσιαστικής αγωνιστικότητας, απαλλαγμένης από εντυπώσεις και συμβιβασμούς, αναζητούμε την εθνικοσοσιαλιστική συντροφικότητα μόνο ανάμεσα σε εκείνους που μοχθούν για να επιβιώσουν και διψούν να δημιουργήσουν .
Ένα από τα κομβικά σημεία της «κινήσεως» αυτής , δίχως να είναι το μοναδικό φυσικά, είναι η εργασία. Η εργασία, που περισσότερος λόγος γίνεται για εκείνην από όσους δεν την έχουν γνωρίσει, πλάθει και επηρεάζει καταλυτικά με την σύμπραξη της διαστάσεως του χρόνου τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Σκοπίμως σήμερα βιώνουμε όχι μόνο την τραγικότητα της μη υπάρξεως στοιχειωδών θέσεων εργασίας, αλλά και την εικοσαετή αυτοκτονική για το ελληνικό έθνος απαξίωση δεκάδων επαγγελμάτων τα οποία σήμερα βρίσκονται υπό την κυριότητα μεταναστών. Επιπρόσθετα, η εργασία κατακρημνίσθηκε στα βάραθρα της εκμεταλλεύσεως και της κερδοσκοπίας αποξενωμένη πλήρως από κάθε ίχνος κοινωνισμού. Το έθνος των στρατιωτών, των επιστημόνων, των εργατών και των φιλοσόφων έχει μετατραπεί σε μία μάζα εισοδηματιών, πολιτικάντηδων, συνδικαλιστών, «προέδρων» και «αρχηγών», κερδοσκόπων, τοκογλύφων και τεμπέληδων. Πραγματοποιήθηκε ένας κατακλυσμός εμφανίσεως εμπόρων ενώ ταυτοχρόνως οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες εξαφανίζονται. Καθείς αναζητά έναν τρόπο απλώς να διακινεί υλικά και προϊόντα, δίχως να παράγει κανένα έργο. Ο σύγχρονος κάτοικος του ελλαδικού χώρου αγωνιά να κατέχει μία περιουσία την οποία θα νοικιάζει ή θα πουλάει. Αγωνιά όχι να δημιουργήσει, αλλά να κληρονομήσει. Μερικά χωράφια, μερικά ακίνητα, μερικά μετρητά και κάποιες συντάξεις θα συνθέσουν την απαραίτητη οικονομική δύναμη που θα του εξασφαλίσει την «περηφάνια» του. Επίσης, οι πολιτικές διασυνδέσεις της οικογενείας θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την «ένδοξη» πορεία του. Η ένδυση και τα υλικά αγαθά καλούνται να εξευγενίσουν αισθητικά τις σαπισμένες ζωές, τα πλαδαρά κορμιά, τα βουβαλίσια βλέμματα και την ανυπολόγιστη ηλιθιότητα. Ποιος εθνικισμός να καρποφορήσει σε εδάφη που δεν υφίσταται πια έθνος και ποιος σοσιαλισμός θα προσεγγιστεί από εισοδηματίες;
Η αλληλεγγύη μας σε όσους πραγματικά στερούνται το δικαίωμα της εργασίας αποτελεί πρωτευούσης σημασίας θεμέλιο στην αντιδραστικότητά μας απέναντι στην οκνηρία. Η επιστημονική κατάρτιση, η μόρφωση, η εργατικότητα και η ευρύτερη διαμόρφωση της προσωπικότητας δεν αποτελούν μεμονωμένους αυτοσκοπούς. Συγκλίνουν όλα μαζί, προς την διαμόρφωση των προσωπικοτήτων εκείνων που θα συνθέτουν μία νέα εθνοφυλετική κοινότητα. Εκείνοι οι οποίοι αναζητούν την φυγή από την εργασία, την εκμετάλλευση ομοίων ή συμβιβάζονται με τα πεπραγμένα των προηγουμένων γενεών αποτελούν αδρανειακής φύσεως χαρακτήρες για το ευρύτερο σύγχρονο εθνικοσοσιαλιστικό οικοδόμημα, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς. Ο εργαζόμενος σύντροφός μας, αποτελεί έναν εν ενεργεία πολεμιστή ο οποίος μάχεται σε παράλληλα μέτωπα. Να μην «αφοπλιστεί», να «οικοδομήσει» και να κατασταλάξει ο μόχθος στην αξιοπρέπεια και τον χαρακτήρα του. Ο άνεργος σύντροφός μας ο οποίος αναζητά συνεχώς ένα πεδίο αναδείξεως και διεύρυνσης των ικανοτήτων του αποτελεί έναν «αφοπλισμένο» από τον καπιταλισμό «στρατιώτη» του έθνους και της φυλής μας. Ισορροπώντας στα λεπτά νήματα μιας ουσιαστικής αγωνιστικότητας, απαλλαγμένης από εντυπώσεις και συμβιβασμούς, αναζητούμε την εθνικοσοσιαλιστική συντροφικότητα μόνο ανάμεσα σε εκείνους που μοχθούν για να επιβιώσουν και διψούν να δημιουργήσουν .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου