Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ο Ezra Pound και ο Άγγελος

Miguel Serrano

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εώς τα μέσα της δεκαετίας του 1940 και μετέπειτα, ενδιαφέρθηκα εντόνως για την προσωπικότητα του Αμερικανού ποιητού Ezra Pound. Είδα να αντανακλώνται σε αυτόν πολλά στοιχεία του εαυτού μου. Πράγματι, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αντιτέθηκε στην κυβέρνηση της χώρας του και υπεστήριξε τον σκοπό της Ιταλίας και της Γερμανίας. Εγώ έκανα κάτι παρόμοιο, αντιτιθέμενος στην θέση που υιοθετήθηκε από τον θείο μου Joakin Fernandez y Fernandez, υπουργό εξωτερικών του Προέδρου Juan Antonio Rios, ο οποίος ήταν επίσης φανατικός υποστηρικτής της Γερμανίας. Ο θείος μου διέκοψε τις σχέσεις με τον Άξονα και εγώ διέκοψα τις σχέσεις μου μαζί του για πολλά χρόνια.

Σε αντίθεση με εμένα, εντούτοις, ο μεγάλος ποιητής φυλακίστηκε από την ίδια του την κυβέρνηση, πρώτα σε ένα κλουβί για ζώα στην Πίζα και για δεκατρία χρόνια σε ένα άσυλο τρελών στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολύ πριν οι Σοβιετικοί χρησιμοποιήσουν αυτήν την μέθοδο για να βασανίσουν πολιτικούς αντιφρονούντες στην ΕΣΣΔ. Το μόνο που συνέβη σε εμένα ήταν το ότι οι Συμμαχικές Δυνάμεις (δλδ. ξένη δύναμη, όχι της πατρίδος μου) με συμπεριέλαβαν για τέσσερα χρόνια σε μία εμπορική «μαύρη λίστα», η οποία απαγόρευε να μου δοθεί εργασία στην Χιλή και υποθέτω και στον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν σίγουρα μία καταστροφή, αλλά τίποτα συγκρινόμενο με αυτό που συνέβη στον Ezra Pound και στον Knut Hamsun, άλλον ένα μεγάλο συγγραφέα και Νορβηγό κάτοχο του βραβείου Nobel, ο οποίος επίσης ενεκλείσθει σε ένα άσυλο τρελών, επιπροσθέτως της κατασχέσεως όλων των αγαθών του και της περιουσίας του, επίσης επειδή εξέφρασε την υποστήριξή του για την Γερμανία.

Πολλά χρόνια πέρασαν και δεν άκουσα τίποτα άλλο για τον Ezra Pound. Έμαθα – ναι – πως είχε αφεθεί ελεύθερος, επιστρέφοντας αμέσως στην Ιταλία. Δήλωσε: «αφήνω τις Ηνωμένες Πολιτείες, διότι, είναι ένα απέραντο άσυλο φρενοβλαβών»… και εγκαταστάθηκε στην Βενετία.

Μία ημέρα, η γραμματέας μου στην Πρεσβεία στην Βιέννη μου έδωσε ένα απόκομμα εφημερίδος με την φωτογραφία του Pound στο Λονδίνο, όπου παρακολούθησε την κηδεία του φίλου του T. S. Eliot, συγγραφέως του «The Wasteland», ενός ποιήματος το οποίο ο Pound τον βοήθησε να συνθέσει. Έλεγε επίσης πως ο Ezra Pound διέμενε στην Βενετία.

Αποφάσισα να πάω να τον βρω, ταξιδεύοντας σε αυτήν την πανέμορφη πόλη της Αδριατικής και κλείνοντας δωμάτιο σε μία πολύ γνωστή βενετική πανσιόν, η οποία μου είχε προταθεί στην Ινδία από τον Ιταλό πρέσβη, κόμη Iusti Di Giardino, ιδιοκτήτου των φημισμένων ομώνυμων κήπων στην Βερόνα. Η οικογένειά του διέμενε στην Onara Di Tombolo. Ο πρέσβης ήταν μεγάλος θαυμαστής της ποιήσεως και απήγγειλε Neruda στα Ιταλικά εκ μνήμης.

Η πανσιόν που πρότεινε ονομαζόταν «A la Salute da Cici» και ήταν σε μία περιοχή πίσω από τον καθεδρικό του Salute, στην Βενετία, κοντά στις αποβάθρες και τα εργοστάσια όπου οι τεχνίτες κατασκεύαζαν το περίφημο βενετικό γυαλί. Μόνο οι κάτοικοι της πόλεως πήγαιναν εκεί και η απλή αναφορά του ονόματος της πανσιόν ήταν αρκετή ώστε οι γονδολιέρηδες και οι οδηγοί «vaporetto» να σε μεταχειριστούν με κάποιο σεβασμό. Το σπίτι του Ezra Pound στην Via Querini βρισκόταν δίπλα στην πανσιόν «Cici». Και ο ιδιοκτήτης που μου έδωσε την διεύθυνσή του, μου είπε πως, ναι, ο Ezra Pound δεν δεχόταν κανέναν.

Προσπάθησα δίχως επιτυχία.

Έχω ήδη πει τι συνέβει στα άρθρα που εκδόθηκαν εκείνον τον καιρό στην El Mercurio. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να τα επαναλάβω εδώ, εφόσον έχουν αναπαραχθεί στην Ανθολογία του Ezra Pound: Φόρος τιμής από την Χιλή του Armando Uribe Arce και του Armando Roa Vial, προσφάτως εκδοθείσα από την Editorial Universitaria.

Τελικώς, ο συμπαθών ιδιοκτήτης της πανσιόν διευκόλυνε μία συνάντηση με τον Pound συμβουλεύοντάς με να περάσω από το Udine κατά το ταξίδι επιστροφής μου από το Trieste και να προσπαθήσω να συναντήσω τον κ. Ivancic της Ιταλικής αριστοκρατίας, ο οποίος διέμενε σε ένα παλάτι της οικογενείας του, το οποίο είχε κτιστεί από τον ίδιο αρχιτέκτονα που είχε κτίσει τον καθεδρικό του Salute και το οποίο είχε βομβαρδιστεί κατά τον πόλεμο. Ήταν ένας νεαρός και αυθόρμητος πατρόνας και φίλος του Hemingway, ανέκδοτα χειρόγραφα του οποίου είχε. Ήταν προστάτης και πατρόνας του Ezra Pound και επιπλέον ζωγράφιζε. Καλέσε αμέσως στην οικία του Pound δια του τηλεφώνου. Και ξεκίνησα ξανά για την Βενετία εκείνο το ίδιο βράδυ, διότι ο Ezra Pound με είχε προσκαλέσει για τσάι την επόμενη ημέρα.

Έγραψα την συνέντευξή μου σε δύο άρθρα: «Η Κραυγή της Σιωπής» και «Ουράνια Σημεία Προς Τιμήν του Ezra Pound». Και τα δύο εξεδόθησαν από την El Mercurio στο San Diago και την La Prensa στο Buenos Aires. Εδώ θα επικεντρωθώ μόνο στο εξωπραγματικό φαινόμενο το οποίο βίωσα εκεί. Ή μάλλον που βιώσαμε εκεί, ο Ezra Pound και εγώ.

Ο ποιητής έμεινε απολύτως σιωπηλός, δεν μίλησε, δεν είπε ούτε μία λέξη. Εγώ ήμουν αυτός που μιλούσε. Εγώ μόνο μιλούσα για περισσότερο από μισή ώρα. Απήγγειλα ακόμη και ένα ποίημα του Herman Hesse προς αυτόν. Του μίλησα για τον πόλεμο, τους Καθαρούς, το ποίημα του Bertrand de Born «Η εξύμνηση του Πολέμου», το οποίο θα μετέφραζα. Τίποτα, η σιγή ήταν απόλυτη.

Τότε, έξαφνα και σαν από έμπνευση και ενθυμούμενος την παιδική μου ηλικία στην εξοχή της Χιλής, όταν «Εγώ» δεν υπήρχα ακόμη και έπλεα υπεράνω του εαυτού μου, ταυτιζόμενος με τον «Φύλακα Άγγελο» που με πρόσεχε από ψηλά, ήρθε στο μυαλό μου αυτή η φράση: « Η δεύτερη παιδική ηλικία του γέρου ανθρώπου». Είχε συμβεί το εξής, ο Ezra Pound είχε αφήσει τον εαυτό του και επέστρεψε στον «Φύλακα Άγγελο» του. Επομένως, ήταν λάθος από την πλευρά μου να προσπαθήσω να μιλήσω σε «αυτόν», εδώ κάτω, έτσι μίλησα απευθείας στον «Άγγελό» του, εκεί ψηλά. Και τότε μου απάντησε.

Θα θυμάμαι πάντοτε τι μου είπε. Ήταν προφητείες σαν αυτές της Φατιμά, και μου έδωσαν δύναμη ώστε να παραμείνω σταθερός «στα παλιά όνειρα, έτσι ώστε ο κόσμος μας να μην χάσει την ελπίδα…»

Ήμουν αυτός που έκανε την κύρια προσπάθεια να ανεγερθεί προς τιμήν του, στην πόλη του Medinaceli, στην Ισπανία, το μοναδικό μνημείο στη γη σήμερα, εις μνήμην του Ezra Pound. Ένας μεγάλος βράχος από τα Κανταβρικά όρη, μεταφέρθηκε με μουλάρια από τους χωρικούς. Με χάλκινα γράμματα φτιαγμένα από τον σιδηρουργό του χωριού, χαράχθηκε η ερώτηση που απεύθυνε ο Ezra Pound στον Ισπανό δημοσιογράφο Eugenio Montes, που τον επισκέφθηκε στην Βενετία: «Οι πετεινοί του Σιντ κρώζουν ακόμη στο Medinaceli

Για τα εγκαίνια του μνημείου έφθασα με τον Ivancic και την πανέμορφη Olga Rudge, την πιστή φίλη του Ezra Pound. Με συνόδευσε επίσης ο μεγαλύτερος γιος μου. Εκεί μίλησα με πνιγμένη φωνή, σχεδόν άφωνος, με το ισχυρό συναίσθημα ενός συντρόφου. Ίσως, εις μνήμην του, θα έπρεπε να μιλήσω με την φωνή της σιωπής, την «κραυγή της σιωπής», η οποία είναι ο καλύτερος τρόπος να φτάσεις τον Άγγελο που τον έχει ήδη υποδεχθεί πολύ-πολύ πριν.


Μετάφραση-Απόδοση: Τήμενος

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Περί ανωνύμου δράσεως



[...] Έχουμε υιοθετήσει την αρχή της ανωνυμίας. Το έχουμε επιλέξει επειδή δεν είναι η προσωπικότητα του συμβάλλοντα που έχει σημασία, εφόσον οτιδήποτε σημαντικό και έγκυρο μπορεί να κάνει, δεν είναι δική του δημιουργία ή ανακάλυψη, αλλά μάλλον αντικατοπτρίζει μία υπερατομική και αντικειμενική διδασκαλία [...]

Ι. Έβολα
Introduzione alia Magia quale
scienza dell'Io, Vol 1


Πόσες φορές θα διαβάσουμε κείμενα που θα ξεκινούν με πρώτο ενικό; Πόσες φορές θα αντιληφθούμε πως πίσω από τις λέξεις ελλοχεύει η αυτοπροβολή και πίσω από τις γενικολογίες μία πυρετώδης ανάγκη διαμορφώσεως ενός ισχυρού εγωιστικού πλαισίου εντός του οποίου καλούνται να βλαστήσουν οι ψευδαισθήσεις στηρίξεως ενός κατ’ άλλα σαθρού οικοδομήματος βίου - σκέψεως και δράσεως. Δεν θεωρούμε τίποτε τυχαίο, όπως δεν θεωρούμε ότι ανήκει στην επιστήμη των πιθανοτήτων ο ξεπεσμός της ποιότητος των αυτοαποκαλούμενων φορέων των ιδεών μας. Οι εγωιστικές τάσεις, η ακόρεστη λαιμαργία διαμορφώσεως «προφίλ» εθνικοσοσιαλιστών, η ακατάπαυστη μεταφορά των συντεταγμένων αναφοράς των ιδεών στα συστήματα προσωπικών ζητημάτων, δεν αποτελούν απλή τροχοπέδη, μιας και δεν λαμβάνει χώρα καν «κίνηση» την οποία «φρενάρουν». Αποτελούν εν ψυχρώ δολοφονία του μέλλοντός μας. Όταν η Πίστη εγκλωβίζεται σε μικρόκοσμους και εντός τους κατακρεουργείται, τότε δεν πρόκειται περί Πίστεως, αλλά περί δανεισμένων εντυπώσεων. Μήτε πρόκειται για Αγώνα, αλλά για παίγνια του τραπεζιού σε «λέσχες φίλων» κάποιας βιοθεωρίας που κάποτε υπήρξε σε αυτό τον κόσμο.
Στην συντριπτική πλειοψηφία τους, τα κείμενα αυτού του ιστολογίου είναι γραμμένα σε πρώτο πληθυντικό καθώς επίσης δεν υπογράφονται. Όσα αναγράφονται, μεταφράζονται, παρουσιάζονται δεν αποτελούν «δική μας» νόηση , «δικό μας» δημιούργημα. Αποτελούν έκφραση – σημεία στην επιφάνεια της επιδερμίδας της κοινότητάς μας. Η ποιότητα αυτών δεικνύει σαφώς και την υγεία ή τις ασθένειες του οργανισμού. Οι καθημερινές μας ζωές κυλούν και θα κυλούν στον κόσμο των αστών. Εντός δημοκρατικής τυραννίας, πολυπολιτισμικού χάους και ευρύτερων χαρακτηριστικών μιας σκοτεινής εποχής. Στις μάχες της επιβιώσεως εντός αυτής της πραγματικότητος , η ύπαρξη ισχυρών προσωπικοτήτων, με ικανότητες, δυνατότητες και πληθώρα άλλων υγιών χαρακτηριστικών δεν είναι επιλογή, αλλά απαίτηση. Οφείλουμε να είμαστε εκείνοι οι οποίοι τελευταίοι θα σκύψουν το κεφάλι, τελευταίοι θα πάψουν να χαμογελούν, τελευταίοι θα πάψουν να εργάζονται και να αγωνίζονται, διότι μόνο έτσι θα είμαστε οι πρώτοι οι οποίοι θα σπείρουν στην καμένη γη που θα αφήσει πίσω της αυτή η εποχή. Το μονοπάτι των Ιδεών μας από ένα σημείο και πέρα θα αποτελεί την μόνη πνευματική, αλλά και κοινωνική διέξοδο για κάθε εναπομείναντα αγνό στην καρδιά ανιδιοτελή μαχητή της Δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος διάδοσης και επικράτησης μιας βιοθεωρίας από το Παράδειγμα. Εκείνο είναι που δύναται αληθώς να εμπνεύσει, αληθώς να γεννήσει συντρόφους και συνοδοιπόρους. Αυτό το παράδειγμα Βίου οφείλει καθείς να χτίζει και να βελτιώνει συνεχώς, δίχως να αμελεί πως όλη αυτή η ενεργός ζωή ολοκληρώνεται διαμέσου της ανώνυμης συνένωσής του με τον αληθή Αγώνα των συντρόφων του. Όποιος θελήσει όντως να στραφεί προς τα εμπρός, τότε Αληθής Αγών είναι οι μάχες που αφορούν το μέλλον της κοινότητός του, το παρόν και το μέλλον των Ιδεών του. Η ατομική αυτοβελτίωση , η προσωπική αναζήτηση στέκονται στην είσοδο της πύλης της κοινότητος. Εντός της νοείται μονάχα η είσοδος της δυναμικής του ατόμου, απαλλαγμένη από το ίδιο το άτομο. Εισρέει η προσφορά και η θυσία χάριν αυτού που θα μείνει όταν το άτομο – ως εφήμερη ρωγμή της κοσμικής ροής- συνενωθεί με την ουσία του κόσμου. Αυτό που θα μείνει θα είναι οι υπόλοιποι σύντροφοι, η νέα γενιά, το αίμα των απογόνων του καθώς και τα έργα και το παράδειγμα του βίου του. Για αυτό, κάθε στιγμή που αντικρίζουμε μια νέα ζωή, νιώθουμε την πνοή του δικού μας θανάτου. Όχι από ματαιότητα, μήτε από κάποια εσωτερική διεργασία, αλλά από εκείνο το Καθήκον που μας υπενθυμίζει πως ή θα αδράξουμε την ημέρα εμείς με χαλυβδωμένη θέληση και δίψα και ζωή, ή το εγώ και ο χρόνος θα μας στροβιλίσουν στην χοάνη τους έως ότου μας εξαντλήσουν.
Μήτε η περιθωριοποίηση και η απομόνωση, μήτε η αστικοποιημένη ζωή μπορούν να σταθούν από μόνες τους. Το ιδανικό μέτρο έγκειται στην ισορροπία αυτών των δύο αντίρροπων δυνάμεων στον βίο του καθενός, για την καλύτερη δυνατή προσφορά τόσο στο Είναι του, αλλά και στον Εθνικοσοσιαλισμό. Τα παραδείγματα λαμπρών αγωνιστών του παρελθόντος, οι οποίοι έχουν κατ ‘ ουσίαν και όχι φαινομενικώς ιδιωτεύσει , δεν δύνανται να αποτελούν τίποτα άλλο πλην πρότυπα προς αποφυγή. Βεβαίως, εδώ δεν πρέπει να παραλείψουμε πως αναγράφουμε για «κατ΄ουσίαν» ιδιώτευση, για συνειδητή δηλαδή παραίτηση από κάθε είδους μάχη χάριν ενός προσωπικού βίου αναζητήσεως απολαύσεων και ευχαριστήσεως. Το επισημάνουμε αυτό μιας και ο σύγχρονος αστός, ζώντας στον εικονικό κόσμο του ψεύδους – διαδίκτυο – δεν δύναται να έλθει ποτέ σε πραγματική επαφή με τον ενεργό βίο, οπότε και με κάθε αληθή αγωνιστικότητα. Η παραίτηση από την προσπάθεια αποτελεί μία πράξη η οποία δεν δείχνει καμία ανωτερότητα ή διασφάλιση ποιότητας. Αντιθέτως δεικνύει τον δρόμο της δειλίας, τον δρόμο όπου δαφνοστεφανομένος προχωράει ο εχθρός. Ουδεμία σημασία δεν έχει αν κάποια στιγμή στη ζωή μας, προχωρούσαμε μαζί με δεκάδες ή εκατοντάδες συναγωνιστές ή αν στο μέλλον θα είμαστε περισσότεροι ή λιγότεροι. Το ζήτημα είναι η συνέχιση της δράσεως, της ανηφοριάς μας πλάι σε συντρόφους, αδιαφορώντας για το πόσοι υπάρχουν , πότε θα αλλάξει κάτι σε ολόκληρη την κοινωνία ή πως θα γίνουμε περισσότεροι. Αδιαφορούμε, γιατί όλες αυτές οι απορίες και τα ερωτήματα απομένουν πίσω μας μαζί με το «εγώ» , κάθε στιγμή που αποφασίζουμε να δράσουμε για έναν Αληθή σκοπό. Όλα αυτά αποτελούν προβληματισμούς όχι του κοσμικού νου, μα της ατομικής αστικής μας νοήσεως. Αν εμείς αγωνιούμε και απογοητευόμαστε, τότε τι θα έπρεπε οι πρόγονοι ή οι Ήρωες του παρελθόντος να νιώσουν αντικρίζοντας εμάς;
Εν κατακλείδι, καθείς γράφει στο βιβλίο του κόσμου καθημερινώς τον βίο του. Ας αφαιρέσουμε τις αυτοεικόνες και ας στραφούμε να αντλήσουμε έμπνευση από το μελανό δοχείο του θανάτου ενός φυλετικού μας αρχετύπου, νιώθοντας πάντα το άγγιγμα εκείνων που αναμένουν αυτά που θα δημιουργήσουμε και θα αφήσουμε πίσω μας…