Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ο Πολεμιστής και η Πόλις


Ο Dominique Venner είναι Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1935, γιος ενός μέλους του PPF (Partie Popoulaire Francais). Κατά τον Πόλεμο της Αλγερίας κατατάχθηκε εθελοντικά για να πολεμήσει και υπηρέτησε ως τον Οκτώβριο του 1956. Μετά την επιστροφή του στην Γαλλία εντάχθηκε στο κίνημα “Jeune Nation”, ενώ μετά την καταστολή της Ουγγρικής Επαναστάσεως του 1956 από τους Σοβιετικούς, συμμετείχε στην επιδρομή στα γραφεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Φυλακίστηκε για 18 μήνες σαν μέλος του OAS (Organisation de l'armée secrète) και ως πολιτικά ανεπιθύμητος. Στο μανιφέστο του “Pour une critique positive” (Για μία θετική κριτική) που εξέδωσε το 1962, καλούσε για την δημιουργία μίας επαναστατικής, ιεραρχικής, εθνικιστικής οργανώσεως η οποία θα αποτελούνταν από πειθαρχημένους και αποφασισμένους νεαρούς αγωνιστές. Πρωτοστάτησε μαζί με τον Alain de Benoist στην ίδρυση του κινήματος “Europe-Action” και του ομώνυμου περιοδικού, ενώ υπήρξε και μέλος της GRECE (Groupement de recherche et d'études pour la civilisation européenne). Το έργο του “Histoire de l'Armée rouge” (Ιστορία του Κόκκινου Στρατού) βραβεύτηκε από την Γαλλική Ακαδημία το 1981.

Ο ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΣ

Του Dominique Venner

Το 1814, στο τέλος των Ναπολεώντειων Πολέμων, ο Benjamin Constant έγραψε με ανακούφιση: «Έχουμε φτάσει στην εποχή του εμπορίου, την εποχή η οποία αναγκαστικώς πρέπει να αντικαταστήσει αυτήν του πολέμου, καθώς η εποχή του πολέμου πρέπει αναγκαστικώς να προηγηθεί αυτής». Αφελή Benjamin! Υιοθέτησε την ευρέως διαδεδομένη ιδέα της απεριορίστου προόδου, υποστηρίζοντας την έλευση της ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους και τα έθνη.

Η εποχή του “doux commerce”* αντικαθιστά αυτήν του πολέμου…Γνωρίζουμε τι απέδειξε το μέλλον σχετικώς με αυτήν την προφητεία! Η εποχή του εμπορίου επιβλήθηκε, βεβαίως, αλλά πολλαπλασιάζοντας τους πολέμους. Υπό την επίδραση του εμπορίου, της επιστήμης και της βιομηχανίας – με άλλα λόγια της «προόδου» - ο πόλεμος προσέλαβε τερατώδεις διαστάσεις, τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί.

Υπήρχε εντούτοις, κάποιο ψήγμα αληθείας στην εσφαλμένη πρόβλεψη του Constant. Αν από την μία οι πόλεμοι συνεχίστηκαν και άνθισαν ακόμη, από την άλλη η μορφή του πολεμιστού έχασε το κοινωνικό της κύρος, προς όφελος της αμφιβόλου μορφής του εμπόρου. Αυτή είναι η νέα εποχή στην οποία ζούμε ακόμη· προς το παρόν.

Η μορφή του πολεμιστού εκθρονίστηκε, και παρόλα αυτά ο στρατιωτικός θεσμός έχει διαρκέσει περισσότερο από κάθε άλλον στην Ευρώπη μετά το 1814. Έχει διαρκέσει από τον καιρό της Ιλιάδος – τριάντα αιώνες – καθώς μετασχηματίζεται, προσαρμοζόμενος σε όλες τις αλλαγές των εποχών, του πολέμου, των κοινωνιών και των πολιτικών καθεστώτων, διατηρώντας ακόμα όμως την ουσία του, η οποία είναι η θρησκεία της υπερηφάνειας, του καθήκοντος και του θάρρους. Αυτή η μονιμότητα εν μέσω αλλαγών μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν ενός άλλου επιβλητικού θεσμού, της Εκκλησίας (ή των εκκλησιών). Και όμως…

Τί είναι ο Στρατός από την Αρχαιότητα; Είναι ένας ημιθρησκευτικός θεσμός, με την δική του ιστορία, τους δικούς του ήρωες και τα δικά του τελετουργικά. Ένας πολύ παλαιός θεσμός, παλαιότερος ακόμη και από την Εκκλησία, γεννημένος από μία ανάγκη παλιά όσο και η ανθρωπότητα, και ο οποίος δεν είναι ούτε κατά προσέγγιση κοντά στην εξάλειψή του. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους γεννήθηκε από ένα πνεύμα το οποίο είναι ιδιαίτερο σε αυτούς και το οποίο – αντιθέτως με την Κινεζική παράδοση παραδείγματος χάριν – κάνει τον πόλεμο μία αξία αφ΄εαυτού. Με άλλα λόγια, γεννήθηκε από μία πολιτική θρησκεία, η οποία ανακύπτει από τον πόλεμο, της οποίας η ουσία, εν ολίγοις, είναι ο θαυμασμός προς το θάρρος ενόψει του θανάτου.

Αυτή η θρησκεία μπορεί να οριστεί ως αυτή της πόλεως υπό την ελληνική ή την ρωμαϊκή έννοια της λέξεως. Σε πιο σύγχρονη γλώσσα, είναι η θρησκεία της πατρίδος, μικρής ή μεγάλης. Όπως το έθεσε ο Έκτωρ, 30 αιώνες πριν, στην 12η Ραψωδία της Ιλιάδος, για να αποτρέψει έναν κακό οιωνό: «ες οωνς ριστος μύνεσθαι περ πάτρης» (Ιλ. 12, στιχ.243). Η ανδρεία και η πατρίδα συνδέονται. Στην τελευταία μάχη του Τρωικού Πολέμου, νιώθοντας πολιορκημένος και καταδικασμένος, ο Έκτωρ αποτρέπει τον εαυτό του από το να απελπιστεί, με την κραυγή: «νν ατέ με μορα κιχάνει.μ μν σπουδί γε κα κλεις πολοίμην- όμως να μην χαθώ απολέμιστα κι αδόξαστα, πριν κάμω έργο τρανό, που κι οι μελλούμενες γενιές θα το θυμούνται!»(Ιλ. 22, στιχ.304-305). Βρίσκουμε αυτήν την κραυγή τραγικής υπερηφάνειας, σε όλες τις εποχές μίας ιστορίας που δοξάζει τον χτυπημένο από την μοίρα ήρωα, ο οποίος γιγαντώνεται από μία επική ήττα: Θερμοπύλες, το Τραγούδι του Ρολάνδου, Καμερόν, ή Ντιεν-Μπιεν-Φου.

Χρονολογικά, η πολεμική ομάδα προηγείται του κράτους. Ο Ρωμύλος και οι πολεμοχαρείς σύντροφοί του πρώτα καθόρισαν τα μελλοντικά όρια της Πόλεως και ύστερα συνέταξαν τον άκαμπτο νόμο της. Επειδή τα παρεβίασε, ο Ρέμος θυσιάστηκε από τον αδερφό του. Τότε και μόνον τότε, οι ιδρυτές άρπαξαν τις γυναίκες των Σαβίνων, ώστε να εξασφαλίσουν την διαδοχή τους. Στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού κράτους, η τάξη των ελευθέρων πολεμιστών προηγείται αυτής των οικογενειών. Για αυτόν τον λόγο, ο Πλάτων θεωρούσε την Σπάρτη πιο κοντά στο πρότυπο της Ελληνικής πόλεως από ότι την Αθήνα.[1]

Όσο αδύναμοι και αν είναι, οι σημερινοί Ευρωπαϊκοί στρατοί αποτελούν νησίδες τάξεως, σε ένα καταρρέων περιβάλλον, όπου φαντάσματα κρατών προάγουν το χάος. Ακόμη και υποβαθμισμένος, ένας στρατός παραμένει ένας θεσμός που βασίζεται στην ισχυρή πειθαρχία και στην συμμετοχή στην κοινή πειθαρχία. Για αυτόν τον λόγο, αυτός ο θεσμός κουβαλά έναν γενετικό σπόρο παλινορθώσεως, όχι αρπάζοντας την εξουσία ή στρατιωτικοποιώντας την κοινωνία, αλλά επανεπιβεβαιώνοντας την πρωτοκαθεδρία της τάξεως έναντι της αταξίας. Είναι αυτό που οι compagnonnages (συντροφιές, αδελφότητες) του ξίφους έκαναν μετά την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τόσες άλλες μετά από αυτήν.

[1] Στο Les métamorphoses de la cité, essai sur la dynamique de lOccident (Paris: Flammarion, 2010) βασιζόμενος στην ανάγνωση του Ομήρου, ο Pierre Manent τονίζει τον ρόλο των πολεμικών αριστοκρατιών στην ίδρυση της αρχαίας πόλεως.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

*doux commerce: (από το doux: γλυκός) θεωρία συμφώνως προς την οποία σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς, όπου υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία και οι άνθρωποι συνεργάζονται με την δική τους θέληση, η καλή συνεργασία, η εγκαρδιότητα και η σωστή συμπεριφορά είναι απόρροια του ατομικού συμφέροντος, εφόσον καθένας πρέπει να ενεργεί με τρόπο που να είναι αρεστός στους εμπορικούς εταίρους του. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη του εμπορίου θα επιφέρει την μείωση των προστριβών που οδηγούν σε πόλεμο.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Σκιαγράφηση

Αναζήτηση χρημάτων, τηλεόραση, φαγητό, διαδίκτυο, σαρκική εκτόνωση, εκδρομικές εξορμήσεις με το αμάξι, διασκέδαση σε κλουβιά ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταίρων. Ιδεολογίες και αξίες κατακρημνισμένες στα εκάστοτε μέτρα σε πυθμένες πηγαδιών, ποικίλων μορφών και διαστάσεων, διανοιγμένα στο ίδιο, όμως, παλιοχώραφο – νεκροταφείο. Βρωμιά και υποκρισία. Συμβιβασμοί και παζάρι για απλά υποφερτές ή όσο το δυνατόν πλουσιότερες και ανετότερες συμβιώσεις. Έρωτας εκπορευόμενος από την ανάγκη διαμορφώσεως της καθημερινότητος. Δημοκρατικές, αναρχικές, φασιστικές, εθνικιστικές φαντασιώσεις που επαληθεύονται στην σχισμή μίας κάλπης, στα τετραγωνισμένα πλαστικά ενός πληκτρολογίου, στα ηχητικά κύματα που παράγουν οι φωνητικές χορδές και εν τέλει συγκρούονται στο οπλισμένο σκυρόδεμα, στα τιμολογημένα προϊόντα που προήλθαν από την παραγωγική διαδικασία κάποιου τυπογραφείου. Ατομισμός – μισθοφόροι σκληροί και αφοσιωμένοι στην άνευ όρων πολεμική σύρραξη με τους πάντες και τα πάντα για την εξασφάλιση της οικογενειακής ή ατομικής ευημερίας. Συνετοί και «αθόρυβοι» καλοί άνθρωποι, σκυμμένοι και καλοσυνάτοι προσπερνούν και κλείνουν τα αυτιά και τα μάτια, μη τυχόν αντικρύσουν, μη τυχόν νιώσουν. Χαώδης χωροταξικός σχεδιασμός, χαώδης ηθικός ξεπεσμός, χαώδης πολιτισμικός εξευτελισμός. Τα ερείπια των προγόνων, τα απομεινάρια χιλιετών πολέμων εκπέμπουν μεγαλύτερη λάμψη από τις δημιουργίες των νεοτέρων γενεών σε καιρούς μάλιστα ευημερίας. Φύση κατακρεουργημένη, βορά στο κεφάλαιο και την ματαιοδοξία. Επιδερμικά στίγματα ενός αρρωστημένου σαρκίου το οποίο οδεύει προς τον θάνατο.
Η φυγή μας από την μεγαλούπολη είναι επιλογή, συνήθως ανέφικτη και ίσως αδύνατη. Η εκρίζωση, όμως, των πεπερασμένων και καθιερωμένων προτύπων αστικής ζωής από εμάς τους ιδίους αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Κυρίως, μάλιστα, εκείνων των προτύπων που έχουν διαμορφωθεί χωνεύοντας εντός τους και ένα «προφίλ» των ιδεών μας. Αποτελεί θλιβερή γελοιότητα να αυτοτιτλοφορείται κάποιος εθνικοσοσιαλιστής, εν καιρώ μάλιστα εξοντωτικού πολέμου ενάντια στο πολιτισμικό, πνευματικό και ψυχικό οικοδόμημα μαχητών του εθνικοσοσιαλισμού, ενώ ο βίος του τηρεί πιστά τα αστικά εκείνα πρότυπα, τα οποία επιτυχώς αλλοτριώνουν και εξαλείφουν πλήρως κάθε ίχνος Αριανικότητος και Ελληνικότητος.
Εμπνευσμένοι, όχι από τις λέξεις, αλλά κυρίως από την ενέργεια που αυτές εσωκλείουν, θα αναφερθούμε σε μία ρήση του Ριβέρα. Η θέση μας είναι εκεί έξω, κάτω από τον έναστρο ουρανό, με το τυφέκιο στον ώμο….Και η δική μας θέση, δεν είναι πουθενά άλλου, παρά εκεί έξω, κάτω από το έναστρο ουρανό ή το γαλανό πέπλο του, με μία βούληση και ένα σκοπό. Τον Αγώνα. Μάχη για την εξασφάλιση του απαραιτήτου ζωτικού χώρου βλαστήσεως και καρποφορίας των ιδανικών μας. Σε επίπεδο τόσο υλικό όσο και άυλο. Συνειδητά απομακρυσμένοι από την ποσότητα και τις «χαρές» των μαζανθρώπων. Η Ηθική μας, σκληρή για τα μάτια των αστών, μα αγνή έκφανση στοιχειώδους συντροφικής συνέπειας για εμάς τους ιδίους. Η αυτοκαλλιέργεια και η αυτοβελτίωση, απαραίτητη πτυχή – μεταξύ πολλών- δεν αποσκοπεί σε κάποιου είδους ατομική επιδίωξη, αλλά στην διεύρυνση των δυνατοτήτων και στην αντιμετώπιση των ανθρωπίνων αδυναμιών. Άλλωστε, στα αδιέξοδα του πνεύματος, τον δρόμο δεικνύει ο νόμος του αίματος και αντιστρόφως. Δράση. Δρομολογημένη από τις επιταγές της σκέψεως και εν κυκλική αναδραστικότητα, σκέψη διαμορφωμένη από τις επιταγές της δράσεως. Δράσεως εσωτερικής και εξωτερικής. Ιδεαλισμός. Αυτός ο οποίος δίνει πνοή στην αφοσίωση και την πίστη, διότι αυτά τα χαρακτηριστικά στον βίο είναι και αυτά που σε βάθος χρόνου διατηρούν ισχυρή την Φλόγα της αληθούς ατομικής ή μη πορείας. Η ισορρόπηση του σώματος όταν αυτό έχει υπερβεί τα όρια αντοχής του, η δύναμη που θα μας κινήσει την επομένη αυγή όταν έχουμε απογοητευθεί ή εξαντληθεί από χιλιάδες περασμένες, το χαμόγελο που θα σχηματισθεί στα χείλη όταν αναφερθούμε στις πληγές, τις ήττες, του εξευτελισμούς και τις προδοσίες, το ήθος με το οποίο οφείλουμε να συνδέσουμε το όνομά μας, δύνανται να ευδοκιμούν μονάχα σε περιβάλλον ιδεολογικής καθαρότητος και άκρατου ιδεαλισμού. Αν πάρουμε απόφαση, πως για το επόμενο διάστημα της ζωής μας, θα εργαστούμε και θα αγωνιστούμε, δίχως καμία ανταπόδοση, δίχως τίποτα να μεταβληθεί, δίχως κανείς να επαληθεύει την ανάγκη υπάρξεως αυτού που αγωνιούμε να επιτύχουμε, με μόνον πλοηγό την Πίστη, τότε ίσως κάτι καταφέρουμε να διατηρήσουμε ζωντανό την επομένη της Πτώσεως. Ας ξεριζώσουμε, λοιπόν, τους αστούς και τα πρότυπά τους, τις συμβουλές και την κριτική τους, τα κληροδοτήματά τους που μας έγιναν συνήθεια, από εντός μας. Γιατί, όντως, η θέση μας είναι εκεί έξω… Κάτω από τα αστέρια, να αντικρίζουμε τις πληγές και να γελάμε, να αναμένουμε το σκληρό αύριο και να διψάμε να το νικήσουμε, να ευθυμούμε όταν ανερχόμαστε στα κοινωνικά τους στερεότυπα με πτυχία και επαγγελματικές καταξιώσεις παρουσιάζοντάς τους εν τέλει πόσο χαμηλά είναι εκείνοι, να ακροβατούμε μεταξύ σωφροσύνης και υπερβάσεως, να προχωρούμε δίχως να μας νοιάζει εάν η ίδια μας η αστική σκιά θα συνεχίσει να μας συνοδεύει. Μονάχα στα κελιά των μεγαλουπόλεων το χλωμό φως σκιαγραφεί μορφές, στο Φως των Ιδεών ποτέ.