Οι τρεις διάδοχες θρησκευτικές εξουσίες στην Ελλάδα σηματοδοτούσαν βεβαίως τους τρεις αναβαθμούς του φιλοσοφικού στοχασμού των μακρινών εκείνων προγόνων μας. Είχαν όμως και ομαλή συνέχεια μεταξύ τους και πολλές αντιστοιχίες. Οι ολύμπιοι θεοί ήσαν 12, όπως 12 ήσαν και οι ουρανιώνες. Το επί κεφαλής ζεύγος των θεών Ουρανός-Γη μετεβλήθη σε Κρόνο-Ρέα και αργότερα σε Δία-Ήρα, πάντοτε δε ο άρρην θεός συμβόλιζε το Πνεύμα , την Βούλησι, τον «άρρενα Λόγον» του κόσμου, ενώ η θηλυκή θεότης την ύλη, την Μνήμη, την Μορφή. Η μητέρα Γη στο δωδεκάθεο του Ολύμπου αποδιδόταν αρχικά με την Ήρα (ίδιας ίσως ετυμολογικής προελεύσεως με την Ρέα), αλλά αργότερα τον ρόλο αυτό ανέλαβε η Δημήτηρ (Γη-Μήτηρ), οπότε η Ήρα άλλαξε συμβολισμό, αποδίδοντας το Θήλυ-Σύζυγο, την οικογενειακή σύντροφο και κατ’ επέκτασιν την οικογενειακή εστία – μετά απ’ αυτήν την μετατόπισι επεσκιάσθη φυσιολογικά η πανάρχαια θεά Εστία, η οποία συγχωνεύτηκε με την «Μεγάλη Μητέρα» Ρέα. Έτσι στην εποχή του Διός υποβαθμίστηκε βαθμηδόν η σημασία της Γης, αφού έπαψε να είναι ισόβαθμη με τον Δία θεά, ενώ αναβαθμίστηκε το άρρεν στοιχείο, το πνευματικό, το ολύμπιο.
Με την επικράτισι της ολυμπιακής θρησκεία, όμως μας λέγει ο Όμηρος, τα τρία παιδιά του Κρόνου και της Ρέα μοιράσθηκαν τον Κόσμο. Ο Ζεύς βασίλευσε στον Ουρανό, ο Ποσειδών στην Θάλασσα και ο Άδης στον Αέρα (το βασίλειο των νεκρών, αφού τα σώματά τους τότε εκαίοντο). Τα άλλα δύο μέρη του Κόσμου έμειναν κοινά για όλους : η Γη και ο «μακρός Όλυμπος». Αυτή η 5μερής σύστασι του Κόσμου είχε υποστή μεγάλη εμβάθυνσι και πολλή επεξεργασία από την αρχαία σκέψι όλων των εποχών. Τα 4 πρώτα αφορούν στις υπάρχουσες μορφές της ύλης, την στερεά, την αέρια, την υγρή και την ακτινοειδή (των quanta, λέγομε σήμερα). Αντίστοιχοι εποπτεύοντες θεοί ήσαν η Ρέα, ο Άδης, ο Ποσειδών και η Εστία. Εκεί ανάγονται τα σύμβολα του δίκρανου για τον Άδη, που ηγείτο της δεύτερης Ουσίας του κόσμου, της τρίαινας για τον Ποσειδώνα, που ηγείτο της τρίτης Ουσίας, αλλά καί του διαδήματος με τους τέσσερεις πύργους που έφερε η προϊσταμένη της τετάρτης Ουσίας Εστία. Το πέμπτο στοιχείο όμως του Κόσμου, το ολύμπιο (Ζεύς), δεν είναι υλικό. Κατά τον Πλάτωνα, υπάρχει η Γη, ο Αέρας, το Ύδωρ και το Πυρ (που δίδεται εξ ουρανού), ενώ η πέμπτη ουσία είναι υπεραισθητή, θεία, αυτή που διαπερνά τα πάντα. Με άλλη ερμηνεία, οι 5 Ουσίες του Κόσμου εκδηλώνονται στις 5 βαθμίδες της ζωής, την Άβιο, την Φυτική, την Ζωώδη, την Ανθρώπινη και την Θεία. Αυτήν ακριβώς την ολύμπια «πεμπτουσία του κόσμου» συμβόλιζε το πανάρχαιο Ε’, που υπήρχε στο ξύλινο αέτωμα του πρώτου δελφικού ναού (πριν καή το -548). Στους ύστερους χρόνους φαίνεται πως δεν κατανοούσαν πια αυτό το έμβλημα – άλλο το ανέφεραν σαν Ε και άλλοι σαν Ει – και γι’ αυτό η ερμηνεία του έμενε μυστηριώδης. Δόθηκαν ερμηνείες για την περίπτωσι του υποθετικού ει, γι’ αυτήν του ρήματος εἶ (δεύτερο πρόσωπο του ειμί), γι’ αυτήν του γράμματος Ε, γι’ αυτήν του απολύτου αριθμητικού 5 (πέντε) και άλλες. Μέχρι και το μινωικό σύμβολο (Bates) ή και … βαρβαρικό υπέθεσαν (Καραθεοδωρής). Την περίπτωσι όμως του τακτικού αριθμητικού (πέμπτος), παραδόξως δεν την ενετόπισαν (μολονότι ο Πλούταρχος ανεφέρθη στις «πέντε» ουσίες του κόσμου). Σ’ έναν όμως ναό αφιερωμένο στον θεό δεν θα υπήρχε όντως καταλληλότερο έμβλημα από το σύμβολο της πέμπτης συνιστώσης του κόσμου, της θείας – μιας συνιστώσης όμως, που ταυτόχρονα είναι και η συνισταμένη του. Διότι, σύμφωνα με τον Ορφισμό, όλες οι ουσίες του κόσμου είναι πράγματι παραλλάσσοντα σχήματα μιας και μοναδικής Ουσίας. «Ἕν δέ δέμας βασίλειον, ἐν ὦ τάδε πάντα κυκλεῖται, πῦρ καί ὕδωρ καί γαῖα καί αἰθήρ, νύξ τε καί ἧμαρ». Μία είναι κατά βάθος η Ουσία του κόσμου, η Θεία, η οποία σαν ύλη ιριδίζει στις άλλες τέσσερις μορφές. Ο Πλωτίνος δίνει άλλη παρομοίωσι : Μία είναι η Ουσία του κόσμου, η ψυχική, η οποία σαν φως αφήνει κάπου μια σκιά – αυτή είναι η ύλη! Όλα τα αισθητά σώματα είναι έμψυχα, όπου το αισθητό τους μέρος αποτελεί την σκιά της ψυχής τους. Επομένως, η ύλη δεν υπάρχει πράγματι! «Η ύλη είναι το στοιχείο της μηδαμινότητος που υπάρχει μέσα στα αισθητά όντα».
Με την εισαγωγή των Ολύμπιων θεών η θρησκευτική ενόρασι του ελληνικού κόσμου πλουτίσθηκε και ολοκληρώθηκε. Νέοι μεγάλοι θεοί, πνευματικοί ρυθμισταί των παγκοσμίων τυχών και των τυχών των ανθρώπων, συμπλήρωσαν το Ελληνικό Πάνθεο. Αυτή η πολυθεΐα του ελληνικού κόσμους ήταν που αργότερα θα κατακρινόταν και τα διαβαλλόταν. Η διάκρισι όμως μεταξύ Μονοθεϊσμού και Πολυθεϊσμού αποτελεί βεβαίως κατά βάσιν μια πλάνη της γήινης λογικής μας. Τα «ένας» και «πολλοί» είναι έννοια αριθμητική, που μικρή αξία έχει στον υπεραισθητό κόσμο. Είναι διάκρισι που έγινε μεταγενέστερα, όταν προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν και τον Θεό-Πνεύμα, κατατάσσοντας κι Αυτόν σε λογικές κατηγορίες, κι απετέλεσε απλώς αφορμή για συγκρούσεις μεταξύ φανατικών. Ο ελληνικός στοχασμός δεν έκανε τέτοιες αφελείς διαστολές. Αντίκρυζε ταυτόχρονα τον Θεό και τους Θεούς. «Ο λατρεύων τους θεούς λατρεύει τον θεόν», έλεγεν ο Πλωτίνος. Ο Θεός δεν έχει καμιά νοητή ιδιότητα, προσέθετε. Είναι πέραν του νοητού, αδιανόητες και αδιάγνωστος. Μπορούμε να πούμε μόνο, τι δεν είναι, κι όχι τι είναι!
[…]
Είναι αυθάδες να πιστεύει ο άνθρωπος ότι είναι το ανώτατο έμβιο ον στον κόσμο, όπως αυθάδης ήταν άλλοτε η πίστι του ότι η Γη αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος, πέριξ της οποίας περιστρέφεται τάχα το παν. Σήμερα ξέρουμε ότι η Γη μας δεν είναι παρά ένα μικρό ουράνιο σώμα, από τα τρισεκατομμύρια που υπάρχουν. Ξέρουμε, επίσης, ότι υπάρχει μια κλιμακωτή διαβάθμισι έμβιων όντων, φυτών, ζώων, ανθρώπων – περιλαμβανομένων ακόμη και των «δυνάμει ζώντων» ορυκτών. Η κλιμακωτή αυτή διαβάθμισι ασφαλώς συνεχίζεται και πολύ υπεράνω του ανθρώπου, έστω κι αν η χαμηλή ανθρώπινη ορατότης δεν μας επιτρέπει να την δούμε και να την γνωρίσουμε. Αυτή ήταν η μεγάλη ενορατική πίστι του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την οποία κανείς μεγάλος εκείνου του κορυφαίου πολιτισμού δεν αμφισβήτησε ποτέ. Δεν ήταν αφέλεια η αρχαία πίστι σε πολυάριθμους ήρωες, νύμφες, ημίθεους, θεούς. Ήταν κραταιά σύλληψι της ελληνικής μεγαλοφυΐας και ευσέβειας, που έβλεπε όλον τον κόσμο πλήρη πνευματικών, θείων δυνάμεων. «Θεών είναι πλήρη πάντα», έλεγε ο σοφός Θαλής.
Όλες οι αμέτρητες θεϊκές δυνάμεις, που γεμίζουν τον κόσμο, δεν είναι βέβαια ανεξάρτητες μεταξύ τους. Τα πάντα λειτουργούν αρμονικά, διότι μια είναι η θεία ουσία του κόσμου. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει επίσης αντίφασι μεταξύ Θεϊσμού και Πανθεϊσμού, αφού, όπως επισημαίνει ο Πλωτίνος, ο Θεός υπέρκειται των πάντων (Θεϊσμός), αλλά ταυτοχρόνως περιλαμβάνει και τα πάντα (Πανθεϊσμός). Οι μυριάδες θεϊκές δυνάμεις που γεμίζουν τον κόσμο μας, μολονότι συμβαίνει συχνά και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, είναι εκφάνσεις και βουλήσεις του Ενός. Μολονότι επίσης υπάρχουν και διαβαθμίσεις των θεϊκών υποστάσεων, όπως μας λέγει ο Πλούταρχος, όλες όμως είναι μέρη του όντως Όντος. Το ελληνικό πνεύμα έχοντας επίγνωσι αυτής της υπερβατικής πραγματικότητος, θέλησε να ονομάσει τις διάφορες θεϊκές υποστάσεις και τους έδωσε συχνά ονόματα επιφανών ανθρώπων, οι οποίοι μετά θάνατον εθεωρήθη ότι αποπνευματώθηκαν και ηρωοποιήθηκαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί έγιναν μετά θάνατον θεοί, αλλά χρησιμοποιήθηκαν τα ονόματά τους για να ονοματισθούν οι θείες εκείνες υποστάσεις, οι οποίες άλλως θα ήσαν άρρητες. Βεβαίως επίστευαν οι Έλληνες ότι οι αγαθοί και επιφανείς άνθρωποι μετά θάνατον ανέρχονται σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα ήρωος ή «δαίμονος», η βάπτισι δε πολλών θεών έγινε με τα ονόματα τέτοιων δαιμόνων. Έτσι, π.χ. το όνομα του ιεροφάντη Ερμή του τρισμέγιστου, που έδρασε στην Αίγυπτο, απεδόθη σ’ έναν ολύμπιο θεό, όπως έγινε και με τον Διόνυσο, που υπήρξε μέγας ηγέτης του ελληνισμού στην Ανατολή. Άλλοι όμως ολύμπιοι θεοί πήραν ονόματα από τα βασίλεια του κόσμου, όπου κυριαρχούν, όπως η Δημήτηρ, ο Άρης, ο Πλούτων, κ.λ.π.
Οι ολύμπιοι θεοί ήσαν οι ανώτατες βουλήσεις του Θεού, οι θείοι νόμοι. Καθένας είχε το «βασίλειό του». Με τους νόμους Του εκδηλώνει το Θείον την βούλησί Του. Αυτοί είναι που «τάσσουν» τον κόσμο. Και πέρα απ’ αυτούς, ένα άλλο τεράστιο πλέγμα θείων νόμων υπάρχει στην Φύσι, που το ελληνικό πνεύμα προσωποποιούσε σε χιλιάδες ημίθεους, δαίμονες, νύμφες, ήρωες. Αυτούς τους νόμους προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν οι Έλληνες με την φιλοσοφίας του, για να πληροφορούνται την Θεία Βουλή και να μπορούν να ζουν σύμφωνα με αυτήν. «Ἄλλαι προς ἄλλα δυνάμεις καὶ φύσεις γεγενημέναι, ὧν ἑκάστη κινεῖται διαφόρως, κἄν ἕν ἦ τὸ κινοῦν ἁπάσας».
Επειδή λοιπόν το πλέγμα των θείων αυτών νόμων είναι πελώριο και συχνά αλληλοσυγκρουόμενο –από εκεί ο συμβολισμός των διαφωνιών μεταξύ των θεών στην μυθολογία –απετείνοντο στα Μαντεία. […]
Ο Κόσμος κατευθύνεται από άπειρους νόμους. Υπάρχουν νόμοι φυσικοί, που ορίζουν την συμπεριφορά των υλικών σωμάτων. Υπάρχουν νόμοι βιολογικοί, που ρυθμίζουν την επίγεια ζωή. Υπάρχουν νόμοι ηθικοί, που προορίζονται για τον άνθρωπο. Υπάρχουν κι άλλοι νόμοι ασφαλώς, άγνωστοι στον άνθρωπο, νόμοι του υπεραισθητού κόσμου. Η ύπαρξι όμως «νόμων» σημαίνει πως υπάρχει και δυνατότης παραβάσεώς τους, εκφυγής απ’αυτούς. Η εκφυγή βεβαίως τιμωρείται, αλλά η δυνατότης παραβάσεώς τους οπωσδήποτε υπάρχει. Στους ηθικούς νόμους οι Έλληνες μιλούσαν για την Ανάγκη και την Ειμαρμένη, που όμως δεν αποκλείουν την Ελευθερία – αλλά ούτε και την Νέμεσι! Και στους βιολογικούς νόμους υπάρχει ελευθερία για την παράβασί τους (π.χ. στο ζευγάρωμα ετερογενών όντων), αλλά και εδώ υπάρχει Νέμεσις. Ακόμη και στους φαινομενικά άτεγκτους φυσικούς νόμους έχει τελευταία αποδειχθή ότι ενυπάρχει μια ελευθεριότης («απροσδιοριστία»). Ο Πλωτίνος είχε μάλιστα την μεγαλοφυή σύλληψι, πως η δημιουργία του Αισθητού Κόσμου προήλθε από μια τέτοια ελευθεριότητα του Υπεραισθητού Κόσμου! Έτσι, η Ελευθερία ως ύψιστη κοσμογονική δύναμι, παρέχει μεν και στον άνθρωπο την Ευθύνη των πράξεών του, αλλά προϋποθέτει και την ανάγκη καλής γνώσεως των Νόμων και ευσεβούς συμμορφώσεως σ’αυτούς. Χωρίς αυτήν την γνώση, η ευθύνη της ελευθερίας τρομάζει τόσο, που προτιμάει κανείς την σιγουριά της Ειμαρμένης…
Η Ανάγκη ή Αδράστεια, όσο κι αν είναι σιδηρά, αφίνει στον άνθρωπο, μαζί με την Ελευθερία, και την Ελπίδα – ιδίως όταν του συμπαρίσταται ο θεός. Η εμφάνισι του Έρωτος, γράφει ο Πλάτων, μαλάκωσε την Ανάγκη! Μην ξεχνούμε δε, ότι ο Προμηθεύς στηρίχτηκε σε μια μαντεία που του εμπιστεύθηκε η Γη, για να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα και αισιοδοξία την Ειμαρμένη της καθηλώσεώς του –στάθηκε έτσι πρότυπο του Ιδανικού Ανθρώπου, του δυνάμενου να αντιμετωπίζει και να υπερβαίνει την Ειμαρμένη με την βοήθεια της Ενθέου Μαντικής!
Ένα μεγάλο ζεύγος θείων Νόμων στον κόσμο είναι η Φιλότης και το Νείκος, που είχε επισημάνει ο Εμπεδοκλής. Η Φιλότης (ο πανάρχαιος Έρως και αργότερα η Αφροδίτη) ωθεί τα πράγματα προς συνένωση, το Νείκος δε τα απωθεί. Οι δυνάμεις αυτές δρουν ταυτόχρονα και αρμονικά (η Αρμονία ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης). Τις βλέπουμε στην κίνηση των ουράνιων σωμάτων, όπως και των ηλεκτρονίων στον μικρόκοσμο : Αυτά συγκρατούνται ελκόμενα, αλλά και απωθούνται περιστρεφόμενα. Τις βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα της φύσεως και της ζωής - η «παλίντροπος αρμονίη», έλεγε ο Ηράκλειτος. Στις κοινωνίες των όντων οδηγούν ταυτόχρονα στην ζωή της αγέλης και στην ανεξάρτητη δράσι των ατόμων. Ακόμη και οι θείοι νόμοι συχνά συγκρούονται μεταξύ τους (π.χ. Πλούτων με την Αφροδίτη, όταν ο αγαπημένος της πεθαίνει, ή η Ήρα με τον Άρη, όταν ο σύζυγος ξεκινά για τον πόλεμο). Στον κόσμο δεν δρα μόνη της η μία δύναμι, ενεργούν και οι δύο. Μόνη της η Φιλότης θα οδηγούσε σε συσσωμάτωσι και καταστροφή (την «εκπύρωσι του κόσμου» των Στωικών), μόνο του δε το Νείκος σε διασπορά και διάλυσι. Στο ύψιστο επίπεδο του Ενός τα πάντα βεβαίως είναι συνηρημένα. Το ζεύγος Φιλότητος-Νείκους αρχίζει να λειτουργεί στο δεύτερο επίπεδο, στον Κόσμο των Ιδεών. Σ’αυτόν τον θείο Κόσμο φωλιάζουν οι Εντελέχειες όλων των έμβιων όντων, τα Αρχέτυπά τους, ο «Σπερματικός Λόγος» τους. Εκεί έχομε τις πρώτες διακρίσεις και θείες διαφοροποιήσεις. Στον ακόμη κατώτερο Κόσμο μας, τον αισθητό, η δράσι του ζεύγους αυτών των δυνάμεων είναι εντονώτερη. Φαίνεται πως στην αύξουσα παρουσία αυτού του κοσμογονικού Ζεύγους, όσο κατερχόμεθα στους κόσμους, οφείλεται η πολυδιάσπασι των ψυχών.
Το ζεύγος όμως αυτό των κοσμογονικών δυνάμεων από κοινού επιτυγχάνει, χάρις στην θεία Σοφία, μιαν αρμονική ελευθεριότητα –ιδού πάλι η ύπαρξι της Ελευθερίας. Και ο άνθρωπος είναι ταγμένος να συμμετέχει σ’αυτό το παιχνίδι του θείου Ζεύγους, ρυθμίζοντας τις ελευθερίες του κατάλληλα. Και στην πορεία του για την θέωσι πάντα θα βρίσκει αντίπαλο την υλική ανάγκη – η μυθική αντιπαλότης της Ήρας προς τον Διόνυσο.
Ο Αγών είναι άρα μέρος του θείου Νόμου – «πόλεμος πατήρ πάντων» -, όπως άλλωστε και η Αγάπη (Φιλότης). Αγώνας υπάρχει επίσης στον άνθρωπο και για την υπερνίκηση του Κακού – ηθικός αγώνας κατά της Ανάγκης. Ορφική ήταν η πίστι για την ιερότητα του Αγώνα στην ζωή, που οι Έλληνες την θεσμοθέτησαν με τον κλασικό αθλητισμό (όπου συνυπάρχουν αρμονικά Νείκος και Φιλότης). Ο Αθλητής αποτελεί άλλωστε την πρώτη βαθμίδα αναβάσεως του ανθρώπου προς το Θείον – ακολουθεί ο ήρως, ο ιερεύς, ο μάντις, βαθμίδες του ίδιου «αύξοντος λόγου». Έτσι, στα Μαντεία έπρεπε να βρίσκονται τα αθλητικά στάδια! Αυτή η πίστι ήταν πανάρχαια στην Ελλάδα, από τότε ήδη που η Ολυμπία ήταν μαντείο της Γης : η καθιέρωση των ολυμπιακών αγώνων είχε επομένως θρησκευτικό και συμβολικό υπόβαθρο.
«Κακό» για την ελληνική αντίληψη είναι η παράβασι κάποιου Νόμου, θείου ή ανθρώπινου. Στην ηθική όμως ζωή, συχνά συμβαίνει, το Καλό για ένα Νόμο να είναι Κακό για άλλον : Αυτές τις συγκρούσεις αποτύπωνε η αρχαία τραγωδία! Η συμβολικώτατη θέσι και των θεάτρων ήταν έτσι πάλι στα Μαντεία, αφού ο σωστός συγκερασμός Φιλότητος και Νείκους και η κατά περίπτωσι εφαρμογή της μιας ή της άλλης δυνάμεως αποτελούν ένα ανθρώπινο χρέος που έπρεπε να γίνεται με την συμβουλή του Μαντείου - διότι, διαφορετικά, η Νέμεσις καραδοκεί. Όταν μάλιστα επιπίπτει ο πέλεκυς της Νεμέσεως, θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία : ποιος δηλαδή ηθικός νόμος παραβιάσθη και είχε προκαλέσει το πλήγμα της –ποτέ η Νέμεσις δεν ενεργεί τυχαίως. Αν δεν μπορούσε να βρει κανείς μόνος του την αιτία, το Μαντείο θα του την απεκάλυπτε. Κι έτσι θα επιδιωκόταν η θεραπεία της, η «κάθαρση». Όπως δε στα Μαντεία επεζητείτο η ψυχική κάθαρση του χρηστηριαζόμενου, έτσι ακριβώς και στις τραγωδίες : η κάθαρση επιτυγχανόταν με θεία Χάρι – είτε με τον δελφικό χρησμό είτε με τον «από μηχανής θεό».
Αντιλαμβανόμαστε έτσι, ότι και το Κακό ήταν για το ελληνικό πνεύμα μέρος του κόσμου, συμμέτοχο στην θεία βούλησι. Στην Φύσι μπορεί αυτό να προέλθει από δυνάμεις φυσικές, η σκοπιμότητα των οποίων υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόησι. Στο ανθρώπινο όμως επίπεδο, το ηθικό, αποκηρύσσεται το Κακό από τους θείους νόμους και τιμωρείται, αλλά χωρίς την ύπαρξί του δεν θα υπήρχε Ελευθερία. Το μεγαλείο της Θείας Τάξεως είναι ακριβώς αυτό, να δίνει στον άνθρωπο την ελευθερία να επιλέγει –συμμετέχοντας έτσι κι ο ίδιος στην λειτουργία του θείου κόσμου. Μπορεί η ελευθερία να είναι ελάχιστη, αμυδρή, δεν παύει όμως να είναι η σχισματιά, απ’ όπου εισχωρεί το φως του θεού.
Το να αποδοθή το κακό σε κάποιον «κακό δαίμονα» εθεωρείτο στην αρχαιότητα (ιδίως δε από τους μυημένους στον Ορφισμό) βλασφημία. «Μην προστυχεύεις τον Θεό, για να ωραιοποιήσεις το δικό σου κακό –δεν θα πείσεις μ’αυτά κανένα σοφό», έλεγε ο Ευριπίδης. Ο Δυϊσμός (Καλού-Κακού ή Πνεύματος-Ύλης ή Θεού –Σατανά), υπό την έννοια μιας εσωτερικής αντιφάσεως του Κόσμου, ήταν για τον ελληνισμό ακατανόητος. Κάθε νόμος προέρχεται εκ Θεού, κι όχι μόνο η Φιλότητης. Το κακό δεν προέρχεται από κάποιον αντι-θεό, αλλ’ αποτελεί μέρος της θείας Τάξεως, σημαίνει την εκφυγή από κάποιον Νόμο – συχνά, η άρνησι και του Νείκους ήταν Κακό. Η ταύτισι του Κακού με το Νείκος ή με Ύλη ή (πολλώ μάλλον) με κάποιον «Σατανά» εθεωρείτο «μωρία». «Διί πάντα μέν τἄλλα ὑπήκοά τε καὶ φίλια, καὶ οὐδ’ ἄν ἕν πολέμιον οὐδ’ ἀνθεστηκός οὔτε δύσνουν», έλεγε ο Γ. Πλήθων. Στον Χριστιανικό μονοθεϊσμός όμως, που δεν μπορούσε να κατανοηθή η σύγκρουσι των θείων Νόμων, επλάσθηκε ο Διάβολος (χώρια που η παρουσία του σαν βαθείας σκιάς εμφανίζει την εικόνα του ενός θεού πιο ανάγλυφη και, άρα, πιο ζωντανή!).
Η ασχήμια είναι η έλλειψι του κάλλους και το κακό είναι η έλλειψι του αγαθού, όπως ακριβώς η σκιά είναι η έλλειψι του φωτός. Πηγές φωτός υπάρχουν, πηγές σκότους όχι. Η αντίθεσι δεν είναι αντικατοπτρική. Το Αγαθό τείνει προς το άπειρο, ενώ το Κακό, όπως και η Ασχήμια, έχουν όρια : Μέσα τους ενυπάρχει πάντα κάποιο αγαθό σπέρμα, κάποια δικαιολογία, κάποια συγγνώμη.
Απόσπασμα από το βιβλίο Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων
Δημήτριος Π.Δημόπουλος, Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
Με την επικράτισι της ολυμπιακής θρησκεία, όμως μας λέγει ο Όμηρος, τα τρία παιδιά του Κρόνου και της Ρέα μοιράσθηκαν τον Κόσμο. Ο Ζεύς βασίλευσε στον Ουρανό, ο Ποσειδών στην Θάλασσα και ο Άδης στον Αέρα (το βασίλειο των νεκρών, αφού τα σώματά τους τότε εκαίοντο). Τα άλλα δύο μέρη του Κόσμου έμειναν κοινά για όλους : η Γη και ο «μακρός Όλυμπος». Αυτή η 5μερής σύστασι του Κόσμου είχε υποστή μεγάλη εμβάθυνσι και πολλή επεξεργασία από την αρχαία σκέψι όλων των εποχών. Τα 4 πρώτα αφορούν στις υπάρχουσες μορφές της ύλης, την στερεά, την αέρια, την υγρή και την ακτινοειδή (των quanta, λέγομε σήμερα). Αντίστοιχοι εποπτεύοντες θεοί ήσαν η Ρέα, ο Άδης, ο Ποσειδών και η Εστία. Εκεί ανάγονται τα σύμβολα του δίκρανου για τον Άδη, που ηγείτο της δεύτερης Ουσίας του κόσμου, της τρίαινας για τον Ποσειδώνα, που ηγείτο της τρίτης Ουσίας, αλλά καί του διαδήματος με τους τέσσερεις πύργους που έφερε η προϊσταμένη της τετάρτης Ουσίας Εστία. Το πέμπτο στοιχείο όμως του Κόσμου, το ολύμπιο (Ζεύς), δεν είναι υλικό. Κατά τον Πλάτωνα, υπάρχει η Γη, ο Αέρας, το Ύδωρ και το Πυρ (που δίδεται εξ ουρανού), ενώ η πέμπτη ουσία είναι υπεραισθητή, θεία, αυτή που διαπερνά τα πάντα. Με άλλη ερμηνεία, οι 5 Ουσίες του Κόσμου εκδηλώνονται στις 5 βαθμίδες της ζωής, την Άβιο, την Φυτική, την Ζωώδη, την Ανθρώπινη και την Θεία. Αυτήν ακριβώς την ολύμπια «πεμπτουσία του κόσμου» συμβόλιζε το πανάρχαιο Ε’, που υπήρχε στο ξύλινο αέτωμα του πρώτου δελφικού ναού (πριν καή το -548). Στους ύστερους χρόνους φαίνεται πως δεν κατανοούσαν πια αυτό το έμβλημα – άλλο το ανέφεραν σαν Ε και άλλοι σαν Ει – και γι’ αυτό η ερμηνεία του έμενε μυστηριώδης. Δόθηκαν ερμηνείες για την περίπτωσι του υποθετικού ει, γι’ αυτήν του ρήματος εἶ (δεύτερο πρόσωπο του ειμί), γι’ αυτήν του γράμματος Ε, γι’ αυτήν του απολύτου αριθμητικού 5 (πέντε) και άλλες. Μέχρι και το μινωικό σύμβολο (Bates) ή και … βαρβαρικό υπέθεσαν (Καραθεοδωρής). Την περίπτωσι όμως του τακτικού αριθμητικού (πέμπτος), παραδόξως δεν την ενετόπισαν (μολονότι ο Πλούταρχος ανεφέρθη στις «πέντε» ουσίες του κόσμου). Σ’ έναν όμως ναό αφιερωμένο στον θεό δεν θα υπήρχε όντως καταλληλότερο έμβλημα από το σύμβολο της πέμπτης συνιστώσης του κόσμου, της θείας – μιας συνιστώσης όμως, που ταυτόχρονα είναι και η συνισταμένη του. Διότι, σύμφωνα με τον Ορφισμό, όλες οι ουσίες του κόσμου είναι πράγματι παραλλάσσοντα σχήματα μιας και μοναδικής Ουσίας. «Ἕν δέ δέμας βασίλειον, ἐν ὦ τάδε πάντα κυκλεῖται, πῦρ καί ὕδωρ καί γαῖα καί αἰθήρ, νύξ τε καί ἧμαρ». Μία είναι κατά βάθος η Ουσία του κόσμου, η Θεία, η οποία σαν ύλη ιριδίζει στις άλλες τέσσερις μορφές. Ο Πλωτίνος δίνει άλλη παρομοίωσι : Μία είναι η Ουσία του κόσμου, η ψυχική, η οποία σαν φως αφήνει κάπου μια σκιά – αυτή είναι η ύλη! Όλα τα αισθητά σώματα είναι έμψυχα, όπου το αισθητό τους μέρος αποτελεί την σκιά της ψυχής τους. Επομένως, η ύλη δεν υπάρχει πράγματι! «Η ύλη είναι το στοιχείο της μηδαμινότητος που υπάρχει μέσα στα αισθητά όντα».
Με την εισαγωγή των Ολύμπιων θεών η θρησκευτική ενόρασι του ελληνικού κόσμου πλουτίσθηκε και ολοκληρώθηκε. Νέοι μεγάλοι θεοί, πνευματικοί ρυθμισταί των παγκοσμίων τυχών και των τυχών των ανθρώπων, συμπλήρωσαν το Ελληνικό Πάνθεο. Αυτή η πολυθεΐα του ελληνικού κόσμους ήταν που αργότερα θα κατακρινόταν και τα διαβαλλόταν. Η διάκρισι όμως μεταξύ Μονοθεϊσμού και Πολυθεϊσμού αποτελεί βεβαίως κατά βάσιν μια πλάνη της γήινης λογικής μας. Τα «ένας» και «πολλοί» είναι έννοια αριθμητική, που μικρή αξία έχει στον υπεραισθητό κόσμο. Είναι διάκρισι που έγινε μεταγενέστερα, όταν προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν και τον Θεό-Πνεύμα, κατατάσσοντας κι Αυτόν σε λογικές κατηγορίες, κι απετέλεσε απλώς αφορμή για συγκρούσεις μεταξύ φανατικών. Ο ελληνικός στοχασμός δεν έκανε τέτοιες αφελείς διαστολές. Αντίκρυζε ταυτόχρονα τον Θεό και τους Θεούς. «Ο λατρεύων τους θεούς λατρεύει τον θεόν», έλεγεν ο Πλωτίνος. Ο Θεός δεν έχει καμιά νοητή ιδιότητα, προσέθετε. Είναι πέραν του νοητού, αδιανόητες και αδιάγνωστος. Μπορούμε να πούμε μόνο, τι δεν είναι, κι όχι τι είναι!
[…]
Είναι αυθάδες να πιστεύει ο άνθρωπος ότι είναι το ανώτατο έμβιο ον στον κόσμο, όπως αυθάδης ήταν άλλοτε η πίστι του ότι η Γη αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος, πέριξ της οποίας περιστρέφεται τάχα το παν. Σήμερα ξέρουμε ότι η Γη μας δεν είναι παρά ένα μικρό ουράνιο σώμα, από τα τρισεκατομμύρια που υπάρχουν. Ξέρουμε, επίσης, ότι υπάρχει μια κλιμακωτή διαβάθμισι έμβιων όντων, φυτών, ζώων, ανθρώπων – περιλαμβανομένων ακόμη και των «δυνάμει ζώντων» ορυκτών. Η κλιμακωτή αυτή διαβάθμισι ασφαλώς συνεχίζεται και πολύ υπεράνω του ανθρώπου, έστω κι αν η χαμηλή ανθρώπινη ορατότης δεν μας επιτρέπει να την δούμε και να την γνωρίσουμε. Αυτή ήταν η μεγάλη ενορατική πίστι του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την οποία κανείς μεγάλος εκείνου του κορυφαίου πολιτισμού δεν αμφισβήτησε ποτέ. Δεν ήταν αφέλεια η αρχαία πίστι σε πολυάριθμους ήρωες, νύμφες, ημίθεους, θεούς. Ήταν κραταιά σύλληψι της ελληνικής μεγαλοφυΐας και ευσέβειας, που έβλεπε όλον τον κόσμο πλήρη πνευματικών, θείων δυνάμεων. «Θεών είναι πλήρη πάντα», έλεγε ο σοφός Θαλής.
Όλες οι αμέτρητες θεϊκές δυνάμεις, που γεμίζουν τον κόσμο, δεν είναι βέβαια ανεξάρτητες μεταξύ τους. Τα πάντα λειτουργούν αρμονικά, διότι μια είναι η θεία ουσία του κόσμου. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει επίσης αντίφασι μεταξύ Θεϊσμού και Πανθεϊσμού, αφού, όπως επισημαίνει ο Πλωτίνος, ο Θεός υπέρκειται των πάντων (Θεϊσμός), αλλά ταυτοχρόνως περιλαμβάνει και τα πάντα (Πανθεϊσμός). Οι μυριάδες θεϊκές δυνάμεις που γεμίζουν τον κόσμο μας, μολονότι συμβαίνει συχνά και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, είναι εκφάνσεις και βουλήσεις του Ενός. Μολονότι επίσης υπάρχουν και διαβαθμίσεις των θεϊκών υποστάσεων, όπως μας λέγει ο Πλούταρχος, όλες όμως είναι μέρη του όντως Όντος. Το ελληνικό πνεύμα έχοντας επίγνωσι αυτής της υπερβατικής πραγματικότητος, θέλησε να ονομάσει τις διάφορες θεϊκές υποστάσεις και τους έδωσε συχνά ονόματα επιφανών ανθρώπων, οι οποίοι μετά θάνατον εθεωρήθη ότι αποπνευματώθηκαν και ηρωοποιήθηκαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί έγιναν μετά θάνατον θεοί, αλλά χρησιμοποιήθηκαν τα ονόματά τους για να ονοματισθούν οι θείες εκείνες υποστάσεις, οι οποίες άλλως θα ήσαν άρρητες. Βεβαίως επίστευαν οι Έλληνες ότι οι αγαθοί και επιφανείς άνθρωποι μετά θάνατον ανέρχονται σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα ήρωος ή «δαίμονος», η βάπτισι δε πολλών θεών έγινε με τα ονόματα τέτοιων δαιμόνων. Έτσι, π.χ. το όνομα του ιεροφάντη Ερμή του τρισμέγιστου, που έδρασε στην Αίγυπτο, απεδόθη σ’ έναν ολύμπιο θεό, όπως έγινε και με τον Διόνυσο, που υπήρξε μέγας ηγέτης του ελληνισμού στην Ανατολή. Άλλοι όμως ολύμπιοι θεοί πήραν ονόματα από τα βασίλεια του κόσμου, όπου κυριαρχούν, όπως η Δημήτηρ, ο Άρης, ο Πλούτων, κ.λ.π.
Οι ολύμπιοι θεοί ήσαν οι ανώτατες βουλήσεις του Θεού, οι θείοι νόμοι. Καθένας είχε το «βασίλειό του». Με τους νόμους Του εκδηλώνει το Θείον την βούλησί Του. Αυτοί είναι που «τάσσουν» τον κόσμο. Και πέρα απ’ αυτούς, ένα άλλο τεράστιο πλέγμα θείων νόμων υπάρχει στην Φύσι, που το ελληνικό πνεύμα προσωποποιούσε σε χιλιάδες ημίθεους, δαίμονες, νύμφες, ήρωες. Αυτούς τους νόμους προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν οι Έλληνες με την φιλοσοφίας του, για να πληροφορούνται την Θεία Βουλή και να μπορούν να ζουν σύμφωνα με αυτήν. «Ἄλλαι προς ἄλλα δυνάμεις καὶ φύσεις γεγενημέναι, ὧν ἑκάστη κινεῖται διαφόρως, κἄν ἕν ἦ τὸ κινοῦν ἁπάσας».
Επειδή λοιπόν το πλέγμα των θείων αυτών νόμων είναι πελώριο και συχνά αλληλοσυγκρουόμενο –από εκεί ο συμβολισμός των διαφωνιών μεταξύ των θεών στην μυθολογία –απετείνοντο στα Μαντεία. […]
Ο Κόσμος κατευθύνεται από άπειρους νόμους. Υπάρχουν νόμοι φυσικοί, που ορίζουν την συμπεριφορά των υλικών σωμάτων. Υπάρχουν νόμοι βιολογικοί, που ρυθμίζουν την επίγεια ζωή. Υπάρχουν νόμοι ηθικοί, που προορίζονται για τον άνθρωπο. Υπάρχουν κι άλλοι νόμοι ασφαλώς, άγνωστοι στον άνθρωπο, νόμοι του υπεραισθητού κόσμου. Η ύπαρξι όμως «νόμων» σημαίνει πως υπάρχει και δυνατότης παραβάσεώς τους, εκφυγής απ’αυτούς. Η εκφυγή βεβαίως τιμωρείται, αλλά η δυνατότης παραβάσεώς τους οπωσδήποτε υπάρχει. Στους ηθικούς νόμους οι Έλληνες μιλούσαν για την Ανάγκη και την Ειμαρμένη, που όμως δεν αποκλείουν την Ελευθερία – αλλά ούτε και την Νέμεσι! Και στους βιολογικούς νόμους υπάρχει ελευθερία για την παράβασί τους (π.χ. στο ζευγάρωμα ετερογενών όντων), αλλά και εδώ υπάρχει Νέμεσις. Ακόμη και στους φαινομενικά άτεγκτους φυσικούς νόμους έχει τελευταία αποδειχθή ότι ενυπάρχει μια ελευθεριότης («απροσδιοριστία»). Ο Πλωτίνος είχε μάλιστα την μεγαλοφυή σύλληψι, πως η δημιουργία του Αισθητού Κόσμου προήλθε από μια τέτοια ελευθεριότητα του Υπεραισθητού Κόσμου! Έτσι, η Ελευθερία ως ύψιστη κοσμογονική δύναμι, παρέχει μεν και στον άνθρωπο την Ευθύνη των πράξεών του, αλλά προϋποθέτει και την ανάγκη καλής γνώσεως των Νόμων και ευσεβούς συμμορφώσεως σ’αυτούς. Χωρίς αυτήν την γνώση, η ευθύνη της ελευθερίας τρομάζει τόσο, που προτιμάει κανείς την σιγουριά της Ειμαρμένης…
Η Ανάγκη ή Αδράστεια, όσο κι αν είναι σιδηρά, αφίνει στον άνθρωπο, μαζί με την Ελευθερία, και την Ελπίδα – ιδίως όταν του συμπαρίσταται ο θεός. Η εμφάνισι του Έρωτος, γράφει ο Πλάτων, μαλάκωσε την Ανάγκη! Μην ξεχνούμε δε, ότι ο Προμηθεύς στηρίχτηκε σε μια μαντεία που του εμπιστεύθηκε η Γη, για να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα και αισιοδοξία την Ειμαρμένη της καθηλώσεώς του –στάθηκε έτσι πρότυπο του Ιδανικού Ανθρώπου, του δυνάμενου να αντιμετωπίζει και να υπερβαίνει την Ειμαρμένη με την βοήθεια της Ενθέου Μαντικής!
Ένα μεγάλο ζεύγος θείων Νόμων στον κόσμο είναι η Φιλότης και το Νείκος, που είχε επισημάνει ο Εμπεδοκλής. Η Φιλότης (ο πανάρχαιος Έρως και αργότερα η Αφροδίτη) ωθεί τα πράγματα προς συνένωση, το Νείκος δε τα απωθεί. Οι δυνάμεις αυτές δρουν ταυτόχρονα και αρμονικά (η Αρμονία ήταν κόρη του Άρη και της Αφροδίτης). Τις βλέπουμε στην κίνηση των ουράνιων σωμάτων, όπως και των ηλεκτρονίων στον μικρόκοσμο : Αυτά συγκρατούνται ελκόμενα, αλλά και απωθούνται περιστρεφόμενα. Τις βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα της φύσεως και της ζωής - η «παλίντροπος αρμονίη», έλεγε ο Ηράκλειτος. Στις κοινωνίες των όντων οδηγούν ταυτόχρονα στην ζωή της αγέλης και στην ανεξάρτητη δράσι των ατόμων. Ακόμη και οι θείοι νόμοι συχνά συγκρούονται μεταξύ τους (π.χ. Πλούτων με την Αφροδίτη, όταν ο αγαπημένος της πεθαίνει, ή η Ήρα με τον Άρη, όταν ο σύζυγος ξεκινά για τον πόλεμο). Στον κόσμο δεν δρα μόνη της η μία δύναμι, ενεργούν και οι δύο. Μόνη της η Φιλότης θα οδηγούσε σε συσσωμάτωσι και καταστροφή (την «εκπύρωσι του κόσμου» των Στωικών), μόνο του δε το Νείκος σε διασπορά και διάλυσι. Στο ύψιστο επίπεδο του Ενός τα πάντα βεβαίως είναι συνηρημένα. Το ζεύγος Φιλότητος-Νείκους αρχίζει να λειτουργεί στο δεύτερο επίπεδο, στον Κόσμο των Ιδεών. Σ’αυτόν τον θείο Κόσμο φωλιάζουν οι Εντελέχειες όλων των έμβιων όντων, τα Αρχέτυπά τους, ο «Σπερματικός Λόγος» τους. Εκεί έχομε τις πρώτες διακρίσεις και θείες διαφοροποιήσεις. Στον ακόμη κατώτερο Κόσμο μας, τον αισθητό, η δράσι του ζεύγους αυτών των δυνάμεων είναι εντονώτερη. Φαίνεται πως στην αύξουσα παρουσία αυτού του κοσμογονικού Ζεύγους, όσο κατερχόμεθα στους κόσμους, οφείλεται η πολυδιάσπασι των ψυχών.
Το ζεύγος όμως αυτό των κοσμογονικών δυνάμεων από κοινού επιτυγχάνει, χάρις στην θεία Σοφία, μιαν αρμονική ελευθεριότητα –ιδού πάλι η ύπαρξι της Ελευθερίας. Και ο άνθρωπος είναι ταγμένος να συμμετέχει σ’αυτό το παιχνίδι του θείου Ζεύγους, ρυθμίζοντας τις ελευθερίες του κατάλληλα. Και στην πορεία του για την θέωσι πάντα θα βρίσκει αντίπαλο την υλική ανάγκη – η μυθική αντιπαλότης της Ήρας προς τον Διόνυσο.
Ο Αγών είναι άρα μέρος του θείου Νόμου – «πόλεμος πατήρ πάντων» -, όπως άλλωστε και η Αγάπη (Φιλότης). Αγώνας υπάρχει επίσης στον άνθρωπο και για την υπερνίκηση του Κακού – ηθικός αγώνας κατά της Ανάγκης. Ορφική ήταν η πίστι για την ιερότητα του Αγώνα στην ζωή, που οι Έλληνες την θεσμοθέτησαν με τον κλασικό αθλητισμό (όπου συνυπάρχουν αρμονικά Νείκος και Φιλότης). Ο Αθλητής αποτελεί άλλωστε την πρώτη βαθμίδα αναβάσεως του ανθρώπου προς το Θείον – ακολουθεί ο ήρως, ο ιερεύς, ο μάντις, βαθμίδες του ίδιου «αύξοντος λόγου». Έτσι, στα Μαντεία έπρεπε να βρίσκονται τα αθλητικά στάδια! Αυτή η πίστι ήταν πανάρχαια στην Ελλάδα, από τότε ήδη που η Ολυμπία ήταν μαντείο της Γης : η καθιέρωση των ολυμπιακών αγώνων είχε επομένως θρησκευτικό και συμβολικό υπόβαθρο.
«Κακό» για την ελληνική αντίληψη είναι η παράβασι κάποιου Νόμου, θείου ή ανθρώπινου. Στην ηθική όμως ζωή, συχνά συμβαίνει, το Καλό για ένα Νόμο να είναι Κακό για άλλον : Αυτές τις συγκρούσεις αποτύπωνε η αρχαία τραγωδία! Η συμβολικώτατη θέσι και των θεάτρων ήταν έτσι πάλι στα Μαντεία, αφού ο σωστός συγκερασμός Φιλότητος και Νείκους και η κατά περίπτωσι εφαρμογή της μιας ή της άλλης δυνάμεως αποτελούν ένα ανθρώπινο χρέος που έπρεπε να γίνεται με την συμβουλή του Μαντείου - διότι, διαφορετικά, η Νέμεσις καραδοκεί. Όταν μάλιστα επιπίπτει ο πέλεκυς της Νεμέσεως, θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία : ποιος δηλαδή ηθικός νόμος παραβιάσθη και είχε προκαλέσει το πλήγμα της –ποτέ η Νέμεσις δεν ενεργεί τυχαίως. Αν δεν μπορούσε να βρει κανείς μόνος του την αιτία, το Μαντείο θα του την απεκάλυπτε. Κι έτσι θα επιδιωκόταν η θεραπεία της, η «κάθαρση». Όπως δε στα Μαντεία επεζητείτο η ψυχική κάθαρση του χρηστηριαζόμενου, έτσι ακριβώς και στις τραγωδίες : η κάθαρση επιτυγχανόταν με θεία Χάρι – είτε με τον δελφικό χρησμό είτε με τον «από μηχανής θεό».
Αντιλαμβανόμαστε έτσι, ότι και το Κακό ήταν για το ελληνικό πνεύμα μέρος του κόσμου, συμμέτοχο στην θεία βούλησι. Στην Φύσι μπορεί αυτό να προέλθει από δυνάμεις φυσικές, η σκοπιμότητα των οποίων υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόησι. Στο ανθρώπινο όμως επίπεδο, το ηθικό, αποκηρύσσεται το Κακό από τους θείους νόμους και τιμωρείται, αλλά χωρίς την ύπαρξί του δεν θα υπήρχε Ελευθερία. Το μεγαλείο της Θείας Τάξεως είναι ακριβώς αυτό, να δίνει στον άνθρωπο την ελευθερία να επιλέγει –συμμετέχοντας έτσι κι ο ίδιος στην λειτουργία του θείου κόσμου. Μπορεί η ελευθερία να είναι ελάχιστη, αμυδρή, δεν παύει όμως να είναι η σχισματιά, απ’ όπου εισχωρεί το φως του θεού.
Το να αποδοθή το κακό σε κάποιον «κακό δαίμονα» εθεωρείτο στην αρχαιότητα (ιδίως δε από τους μυημένους στον Ορφισμό) βλασφημία. «Μην προστυχεύεις τον Θεό, για να ωραιοποιήσεις το δικό σου κακό –δεν θα πείσεις μ’αυτά κανένα σοφό», έλεγε ο Ευριπίδης. Ο Δυϊσμός (Καλού-Κακού ή Πνεύματος-Ύλης ή Θεού –Σατανά), υπό την έννοια μιας εσωτερικής αντιφάσεως του Κόσμου, ήταν για τον ελληνισμό ακατανόητος. Κάθε νόμος προέρχεται εκ Θεού, κι όχι μόνο η Φιλότητης. Το κακό δεν προέρχεται από κάποιον αντι-θεό, αλλ’ αποτελεί μέρος της θείας Τάξεως, σημαίνει την εκφυγή από κάποιον Νόμο – συχνά, η άρνησι και του Νείκους ήταν Κακό. Η ταύτισι του Κακού με το Νείκος ή με Ύλη ή (πολλώ μάλλον) με κάποιον «Σατανά» εθεωρείτο «μωρία». «Διί πάντα μέν τἄλλα ὑπήκοά τε καὶ φίλια, καὶ οὐδ’ ἄν ἕν πολέμιον οὐδ’ ἀνθεστηκός οὔτε δύσνουν», έλεγε ο Γ. Πλήθων. Στον Χριστιανικό μονοθεϊσμός όμως, που δεν μπορούσε να κατανοηθή η σύγκρουσι των θείων Νόμων, επλάσθηκε ο Διάβολος (χώρια που η παρουσία του σαν βαθείας σκιάς εμφανίζει την εικόνα του ενός θεού πιο ανάγλυφη και, άρα, πιο ζωντανή!).
Η ασχήμια είναι η έλλειψι του κάλλους και το κακό είναι η έλλειψι του αγαθού, όπως ακριβώς η σκιά είναι η έλλειψι του φωτός. Πηγές φωτός υπάρχουν, πηγές σκότους όχι. Η αντίθεσι δεν είναι αντικατοπτρική. Το Αγαθό τείνει προς το άπειρο, ενώ το Κακό, όπως και η Ασχήμια, έχουν όρια : Μέσα τους ενυπάρχει πάντα κάποιο αγαθό σπέρμα, κάποια δικαιολογία, κάποια συγγνώμη.
Απόσπασμα από το βιβλίο Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων
Δημήτριος Π.Δημόπουλος, Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου